ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΘΕΜΕΛΙΩΣΗ
[Το κείμενο αυτό προτάθηκε από αυτούς που το υπογράφουν ως βάση ανοιχτής συζήτησης και συνδιαμόρφωσης σε ανοιχτή πανελλαδική διαδικασία που έγινε στις 7 Φεβρουαρίου στην Αθήνα]
«Το μεγάλο ελάττωμα των επαναστατών που έχουν γαλουχηθεί με οποιαδήποτε από τις παραλλαγές που προέρχονται από τον κλασικό μαρξισμό, είναι ότι τείνουν να σκέφτονται τις επαναστάσεις σαν να συμβαίνουν σε συνθήκες που μπορούν, τουλάχιστον σε αδρές γραμμές, να προβλεφθούν, να σχεδιαστούν και να οργανωθούν. Στην πράξη όμως δεν είναι έτσι. Ή μάλλον, οι περισσότερες από τις μεγάλες επαναστάσεις που έχουν λάβει χώρα ξεκίνησαν σαν ''σημαντικά δρώμενα'' και όχι σαν σχεδιασμένες παραγωγές. Ενίοτε έχουν προκύψει γοργά και απροσδόκητα μέσα από ότι φαινόταν σαν συνηθισμένες μαζικές διαδηλώσεις, ενίοτε μέσα από την αντίσταση στις πράξεις των εχθρών τους, ενίοτε με άλλους τρόπους –όμως δεν παίρνουν παρά σπάνια, αν όχι ποτέ, τη μορφή που προσδοκούν τα οργανωμένα επαναστατικά κινήματα, ακόμη και όποτε αυτά είχαν προβλέψει πως επίκειται να ξεσπάσει επανάσταση. Γι’ αυτό και το κριτήριο για το μεγαλείο των επαναστατών ήταν ανέκαθεν η ικανότητά τους να ανακαλύπτουν τα νέα και απροσδόκητα χαρακτηριστικά των επαναστατικών καταστάσεων και να προσαρμόζουν την τακτική τους σε αυτά.»
(Ερικ Χομπσμπάουμ , «Επαναστάτες»)
(Ερικ Χομπσμπάουμ , «Επαναστάτες»)
Βγαίνουμε από μια εποχή όπου κυριαρχούσε η ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς και ο εξοβελισμός της εξέγερσης και της επανάστασης σε ένα απροσδιόριστο και μακρινό μέλλον. Και έχουμε ήδη εισέλθει σε μια εποχή όπου η εξέγερση δεν είναι ουτοπία αλλά υπαρκτή στους δρόμους του σήμερα, η επανάσταση είναι ανάγκη και δυνατότητα του τώρα. Είναι η στιγμή όπου, σύμφωνα με την περίφημη φράση του Λούκατς, «το ταξίδι τέλειωσε, το ταξίδι αρχίζει»!
Η έκπληξη του «συμβάντος»-Δεκέμβρης 2008, που προκάλεσε τόση αμηχανία στην παραδοσιακή αριστερή σκέψη, έσπασε τον φαύλο κύκλο των «δυνατοτήτων» που προσφέρονται μέσα στα πλαίσια μιας πολιτικής της αντιπροσώπευσης και του κράτους, καθιστώντας δυνατό αυτό που φάνταζε αδύνατον: την εξέγερση, και μαζί με αυτή τα ίχνη μιας άλλου τύπου πολιτικής, μιας αντιθεσμικής, και γι' αυτό απείθαρχης πολιτικής απέναντι σε όλους τους καθεστωτικούς φορείς.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη, ως παράδειγμα-προάγγελος μιας γενικευμένης αναταραχής στον αναπτυγμένο καπιταλισμό (έτσι, άλλωστε, τον εκτίμησαν και τον φοβήθηκαν τα εγχώρια και διεθνή αστικά επιτελεία), έρχεται σε ρήξη με την κυρίαρχη αντίληψη της πολιτικής της Αριστεράς: με την αντίληψη της αντιπροσώπευσης από το κόμμα ή το μέτωπο, με την εργαλειακή υπαγωγή των κινημάτων στα σχέδια των κάθε είδους «πρωτοποριών», με την κοινοβουλευτικού τύπου «αλλαγή των συσχετισμών», αλλά και με την αντίληψη της πολιτικής που αναπαράγει και καθαγιάζει τις κοινωνικές ταξινομήσεις και ιεραρχίες του συστήματος.
Η ποίηση των νέων εξεγερτικών συμβάντων καθώς και η βαρβαρότητα της κατάστασης και των προοπτικών του συστήματος θέτουν άμεσα και επιτακτικά το ερώτημα μιας νέας χειραφετικής πολιτικής και ενός δρόμου καθολικά ανταγωνιστικού προς το σύστημα. Είναι αυτό το ερώτημα που αναζωογονεί και απαιτεί εδώ και τώρα την επαναστατική απάντηση στην κρίση. Είναι το ερώτημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, ως προσπάθεια μέσα στο καμίνι της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και των εξεγέρσεων που θα ακολουθήσουν να ανασυσταθεί ο τόπος, το περιεχόμενο και οι μορφές της επαναστατικής πολιτικής και της εργατικής χειραφέτησης.
Σ' αυτή την υπόθεση θέλουμε να συμβάλουμε, συνειδητοποιώντας ότι η ανταπόκριση σε αυτά τα ερωτήματα, δεν αφορά απλά κάποια ζητήματα τακτικής, ούτε είναι ιδιοκτησία κάποιου ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος, ή, πολύ περισσότερο, ενός κομματικού φορέα. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα αποτελεί συνολική ανάγκη της εποχής μας, στοίχημα για όλα τα ρεύματα που από διαφορετικούς δρόμους προσεγγίζουν την επαναστατική υπόθεση απέναντι στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της κρίσης και της ανάπτυξης ενάντια στα εργατικά δικαιώματα.
Με αυτή την έννοια, όλα τα παραπάνω πρέπει να είναι κριτήριο για τη φυσιογνωμία και τη δράση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, και πρώτα απ' όλα του ίδιου του ΝΑΡ, που από την ίδρυσή του προσπάθησε να συνδεθεί με αυτά τα ερωτήματα και που σήμερα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι καθώς η κρίση και η εξέγερση του Δεκέμβρη θέτουν με νέους όρους τα ζητήματα. Αυτό αφορά και το χαρακτήρα της συζήτησης, η οποία δεν μπορεί να διεξαχθεί με όρους «ενδοαριστερού εμφυλίου» ανάμεσα στις οργανώσεις, ούτε αποκλειστικά μέσα σε αυτές, αλλά πρέπει να έχει το βλέμμα στραμμένο στα ερωτήματα της εποχής μας και στις κοινωνικές αναμετρήσεις που έρχονται.
Σε αυτή τη βάση μπορούμε και πρέπει να κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα στο δημόσιο και πολιτικό χαρακτήρα της συζήτησης και στη συμμετοχή όλων των μελών και αγωνιστών σε αυτήν, δηλαδή στην ριζική υπέρβαση των «φραξιών» με τις οποίες είναι γεμάτη η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος (μαζί και του δικού μας ρεύματος).
Σαν συνεισφορά σε αυτήν την κατεύθυνση καλούμε, ως μέλη του ΝΑΡ και της ν.Κ.Α, σε συγκρότηση Τάσης συμβολής στην Κομμουνιστική Επαναθεμελίωση: Τάση αντιπαραθετική στη λογική των κλειστών ομάδων-φραξιών που έδιναν την μάχη γύρω από τις «ερμηνείες» της γραμμής και των ντοκουμέντων ή γύρω από την κατάληψη θέσεων στα όργανα και τις «ποσοστώσεις».
Κομμουνιστική με την έννοια της συνεισφοράς στον κομμουνισμό της εποχής μας, στην αποτίμηση, κριτική και διάλογο με όλα τα ρεύματα του εργατικού κινήματος, με κριτήριο την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση.
Επαναθεμελίωση γιατί η αναγνώριση των σύγχρονων εξεγερτικών τάσεων και η αναζήτηση των επαναστατικών απαντήσεων δεν εξαντλείται στα εργαλεία, τα σχήματα, τις δομές και τις πρακτικές του παρελθόντος, αλλά απαιτεί από όλους μας να αλλάξουμε και να συνδεθούμε βαθύτερα με τις σύγχρονες κοινωνικές τάσεις, να συμβάλλουμε στην επανανοηματοδότηση του κομμουνισμού.
Στόχος μας είναι η συμβολή στη διαμόρφωση κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού ρεύματος μιας επαναστατικής Αριστεράς της εποχής μας. Όχι σαν αριστερό άκρο της υπαρκτής Αριστεράς, ούτε ως κατέχουσα όλη την αλήθεια απομονωμένη υπεροπτική πρωτοπορία. Και κυρίως όχι χρησιμοποιώντας τα μέσα της παλιάς πολιτικής και παίζοντας στο θέατρο που παραχωρεί κάθε φορά η αστική πολιτική. Αλλά ως δύναμη που μαζί με το δυναμικό της εξέγερσης και των αγώνων ανιχνεύει και πειραματίζεται τολμηρά με μορφές και περιεχόμενα που θα δίνουν σάρκα και οστά στην εργατική πολιτική. Ως δύναμη καθολικής αμφισβήτησης του αστικού πολιτισμού. Ως δύναμη που συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός νέου εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος βάσης και χειραφέτησης. Τελικά ως δύναμη που εργάζεται για τη μετατροπή των εξεγέρσεων σε επαναστατική κατάσταση.
Θέλουμε να συμβάλουμε στο άνοιγμα της πιο δημιουργικής, ισότιμης και με όρους πραγματικής εργατικής δημοκρατίας συζήτησης, πριν απ' όλα εντός της οργάνωσής μας, και ταυτόχρονα με όλους τους αγωνιστές που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες και αναζητούν σύγχρονες επαναστατικές απαντήσεις, με κριτήριο το καθοριστικό πεδίο του κινήματος, των αγώνων, της πάλης, και όχι απλά την «κατάθεση μιας άποψης».
Γι' αυτό δεν μας βρίσκει σύμφωνους η στατική -και με αστικούς κοινοβουλευτικούς όρους τελικά- διαίρεση σε «μειοψηφία» και «πλειοψηφία». Όλοι είμαστε μειοψηφία μέσα στο ευρύτερο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, αλλά και όλοι μπορεί να είμαστε πλειοψηφία κάποια στιγμή σε ένα χώρο, σε έναν αγώνα ή σε ένα κίνημα. Η εργατική δημοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απλή επικύρωση του ποια είναι η «πλειοψηφούσα» άποψη. Διαμορφώνει ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος πάνω στο οποίο διεξάγεται ο διάλογος και η δράση. Υπερβαίνει την αστική αντίληψη της δημοκρατίας αλλά και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού όπως αυτός κυριάρχησε στο κομμουνιστικό κίνημα. Συνδυάζει την έκφραση της πλειοψηφίας με την κατοχύρωση στην πράξη του δικαιώματος όλες οι απόψεις (εφόσον κρίνεται απαραίτητο) να τίθενται στην κρίση των αγωνιστών του κινήματος.
Εξάλλου, η ορθότητα της μιας ή της άλλης άποψης δεν κρίθηκε ποτέ στους τέσσερις τοίχους κάποιων γραφείων. Κρίθηκε από τη δυνατότητά της να έχει αποτελέσματα στο μαζικό κίνημα, στις πολιτικές πρωτοβουλίες, στη θεωρητική κριτική και αναζήτηση, συνολικά στο εγχείρημα της αμφισβήτησης και ανατροπής του καπιταλισμού.
Έχουμε λοιπόν να συζητήσουμε πολλά και να πράξουμε ακόμα περισσότερα, ώστε να γίνουμε όλοι μας μέρος μιας νέας συλλογικής χειραφετικής θέλησης, γνώσης και πράξης. Γι' αυτό και, 20 χρόνια μετά την πρώτη πράξη ανυπακοής σε μια «σύμμετρη» προς το σύστημα Αριστερά, δηλώνουμε ξανά «Προφανώς και δεν θα υπακούσουμε!». Θα ακολουθήσουμε το στίχο-προτροπή του Μπέκετ: Δοκίμασε πάλι. Απότυχε πάλι. Απότυχε καλύτερα.
1. ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗΔΩΝ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
1.1 Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ.
H εποχή μας κυριαρχείται από την κρίση, «ένα τσουνάμι από αυτά που βλέπουμε μια φορά κάθε αιώνα» όπως δήλωσε ο πρόεδρος της FED, που έχει αποκτήσει διαστάσεις κοινωνικής καταστροφής για την εργατική τάξη και τη νεολαία. Σε αντίθεση με τις μεταπολεμικές κρίσεις, η σημερινή «κατάρρευση» ολόκληρων οικονομικών κλάδων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο δεν γίνεται στο έδαφος του «κράτους πρόνοιας», ούτε υπό την απειλή του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά μέσα στην «έρημη χώρα» των ανύπαρκτων εργατικών δικαιωμάτων που άφησε πίσω της η επέλαση των αντεργατικών μέτρων των τελευταίων δεκαετιών, η εποχή της «ανάπτυξης».
Η σημερινή κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου είναι αποτέλεσμα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που με τα αλλεπάλληλα κύματα αντεργατικών μέτρων, ιδιαίτερα από το '90 και μετά σφετερίστηκε ακόμα και τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, το χρόνο δηλαδή που χρειάζεται κατά μέσο όρο ο εργαζόμενος για να εξασφαλίσει την απλή επιβίωσή του. Που διαμόρφωσε όλα αυτά τα χρόνια ένα εργατικό υποκείμενο με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά πιο πολυάριθμο αλλά και πιο πολύμορφο, χωρίς δικαιώματα αλλά με περισσότερες γνώσεις που σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του δεν μπορεί καν να καταναλώσει τα εμπορεύματα. Που έφερε στο προσκήνιο την όξυνση όλων των αντιθέσεων και πρώτα από όλα τον χωρίς όρια κοινωνικό πόλεμο ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας.
Η σημερινή κρίση είναι και κρίση της καθολικής εμπορευματοποίησης, καθώς είναι έκφραση του αποικισμού όλων των πηγών και πλευρών της ζωής από την καπιταλιστική αγορά και το χρήμα, όπου όλα έχουν γίνει εμπόρευμα και έχουν αποκτήσει μια χρηματιστηριακή τιμή. Δεν υπάρχει βιώσιμη λύση που να είναι συμβατή με το σημερινό τρόπο παραγωγής και με το επίπεδο καταναλωτικών αναγκών του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Έρχεται, έτσι, με ακόμη πιο δραματικό τρόπο στο προσκήνιο το πρόβλημα όχι απλά του πόσος πλούτος παράγεται, αλλά του τι πλούτος παράγεται, και γίνεται φανερό ότι δεν αρκούν τα μονοσήμαντα σχήματα περί «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» για την ερμηνεία της κρίσης.
Το ίδιο απατηλή είναι και η υπεράσπιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης σαν αντίδοτο στην κρίση, καθώς σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου όχι μόνο η κρίση, αλλά και η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει δημιουργήσει μια αφόρητη κατάσταση για τους εργαζόμενους. Όλα τα στοιχεία των προηγούμενων χρόνων (από τα εισοδήματα και την ανεργία μέχρι τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων) δείχνουν ότι η κρίση είναι αναπόσπαστο στοιχείο, συνέπεια και ολοκλήρωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτήν την καπιταλιστική ανάπτυξη εξακολουθεί να υπερασπίζεται σαν λύση η ρεφορμιστική Αριστερά, καθώς και ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός, στην «παραγωγική», «κοινωνική», «οικολογική», «εθνική» εκδοχή της.
Όσο κι αν ψάξει κανείς σήμερα στις διάφορες «ρεαλιστικές» πολιτικές προοπτικές για τη «διέξοδο από την κρίση», δεν πρόκειται να βρει ούτε ένα ίχνος ρεαλισμού. Δημοκρατικές κυβερνήσεις, αντιμονοπωλιακές αλλαγές, «εναλλακτικές» λύσεις και συγκυβερνήσεις, «λαϊκές οικονομίες» και «δημοκρατικές ανατροπές». Κοινό σημείο όλων αυτών των προτάσεων είναι η αποσύνδεση της κρίσης από τη βασική της αιτία, τον ίδιο τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, και άρα η πάλη ενάντια στις συνέπειες χωρίς διέξοδο για τους εργαζόμενους. Όλες οι αστικές και ρεφορμιστικές προτάσεις για την έξοδο από την κρίση, αποκρύπτουν το πιο σημαντικό, ότι στο όνομα της εξόδου από την κρίση, το κεφάλαιο διαμορφώνει, με τους δικούς του όρους, τη νέα κοινωνία της μόνιμης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ασφυξίας των εργαζομένων, ανεξαρτήτως ύπαρξης κρίσης ή ανάπτυξης.
Το δίλημμα της εποχής μας δεν είναι να διαλέξουμε ποιος θα διαχειριστεί καλύτερα μια δεδομένη πολιτική, αλλά η αποδοχή ή απόρριψή της. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, ούτε κάποια περίοδος ανακούφισης. Η υπέρβαση της κρίσης είτε θα γίνει σε βάρος των εργαζομένων είτε σαρώνοντας το σύστημα που τις γεννά. Γι' αυτό στο προσκήνιο έρχεται περισσότερο από άλλοτε η κομμουνιστική απελευθερωτική δυνατότητα ως μόνη διέξοδος από τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού.
Έτσι, στις σημερινές συνθήκες, η απάντηση του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος στην κρίση είναι άρρηκτα δεμένη με την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Γιατί απόκρουση της επίθεσης σημαίνει ματαίωση βασικών στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου, αναγκαίων για την υπέρβαση της κρίσης του. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες δεν μπορούν να υπάρξουν επιμέρους νίκες του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος. Συνολική απόκρουση της επίθεσης, όμως, σημαίνει τουλάχιστον έναν κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό απ’ όπου προβάλλει η επαναστατική απειλή. Όχι μόνο δεν μπορεί να σταθεί μια «ενδιάμεση λύση» σήμερα, αλλά μπροστά σε κάθε σοβαρή προσπάθεια απόκρουσης της επίθεσης θα μπαίνει το ζήτημα της ανατροπής της εξουσίας και της ριζικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.
Εκτιμούμε ότι όπως τη δεκαετία του '90 η πτώση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού άνοιξαν τη συζήτηση για τη στρατηγική και πολιτική φυσιογνωμία της Αριστεράς, έτσι και σήμερα η μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε ο καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες και ο Δεκέμβρης, η πιο σημαντική εξέγερση μετά τη μεταπολίτευση, επιβάλλουν να ανοίξει με νέους όρους η συζήτηση για την εργατική πολιτική και την κομμουνιστική επαναθεμελίωση. Επιβάλλουν να μην αρκεστούμε στα «έτοιμα» σχήματα, ή, ακόμα χειρότερα, στις χρεοκοπημένες συνταγές του παρελθόντος.
1.2 ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ '08: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙ ΠΟΛΥ...
Ένα χρόνο μετά την εξέγερση, το φάντασμα ενός νέου εργατικού Δεκέμβρη πλανιέται πάνω από την αστική τάξη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δύσκολα θα βρεθεί κάποιο αφιέρωμα για την κρίση που να μην αναφέρεται και στο «ελληνικό παράδειγμα» των Δεκεμβριανών της εποχής μας. Ξέρουν καλά πως η συλλογική μνήμη του Δεκέμβρη δεν έρχεται από το παρελθόν αλλά από το μέλλον, το μέλλον της κρίσης και των κοινωνικών αναμετρήσεων που είναι μπροστά. Είναι τέτοια η αγωνία να σβηστεί το μήνυμα της εξέγερσης, που επιστρατεύεται το σύνολο των ιδεολογικών και κατασταλτικών μέτρων, με αποτέλεσμα το πρόσφατο όργιο καταστολής και των 1000 συλλήψεων και προσαγωγών, τις νέες δολοφονικές επιθέσεις σε αγωνιστές και διαδηλωτές, ακόμα και την επιστράτευση του «ακαδημαϊκού κόσμου» που έσπευσε να συνδράμει όχι μόνο με άρθρα και αφιερώματα για τα χαρακτηριστικά του Δεκέμβρη (προσπαθώντας να τον παρουσιάσει σαν ένα θέατρο χουλιγκανισμού χωρίς κοινωνική και πολιτική αναφορά) αλλά και άμεσα με την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη υπήρξε η σημαντικότερη εξέγερση στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις βαθύτερες κοινωνικές-πολιτικές-ιδεολογικές-πολιτισμικές διεργασίες που την τροφοδότησαν, από το συνδυασμό της με την κρίση-σταθμό του σύγχρονου καπιταλισμού και τις διεργασίες αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού, από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλλά και από τις νέες τάσεις και μορφές ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικοποίησης που ανέδειξε. Και βέβαια από το οπλοστάσιο (κατασταλτικό, ιδεολογικό, πολιτικό) που κινητοποίησε απέναντί της ο αστικός συνασπισμός εξουσίας (κόμματα, ΜΜΕ, κρατικός μηχανισμός κ.λπ.) και συνεχίζει να κινητοποιεί σε όλα τα επίπεδα.
Το εκρηκτικό πλέγμα τεσσάρων παραγόντων (κοινωνική εξαθλίωση, απουσία αξιόπιστης πολιτικής πρότασης, αξιακή, ιδεολογική και πολιτισμική στειρότητα, έλλειψη ουσιαστικής και αποτελεσματικής συνδικαλιστικής και συλλογικής έκφρασης) που πυροδότησε τον Δεκέμβρη, σημάδεψε κάθε πλευρά του και θα οδηγήσει -άγνωστο με ποια αφορμή - και σε νέες εξεγέρσεις. Τα νέα στοιχεία που ανέδειξε ο Δεκέμβρης, η μαζικότητα, η εκρηκτικότητα, η ανθεκτικότητα, η πολυμορφία, η ταχύτητα με την οποία διαδόθηκε και το εύρος των δράσεών του (σε 25 πόλεις, σε θέατρα και χώρους τέχνης, σε ΜΜΕ και δημαρχεία), μαζί με τη διεθνή διάστασή του, ανέδειξαν μια σειρά δυνατοτήτων και αγωνιών της νεολαίας και των εργαζομένων, και ειδικότερα της νέας εργατικής βάρδιας, που είναι κοινές τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες μητροπόλεις τις Ευρώπης.
Μετά και από την εμπειρία του Δεκέμβρη μπορούμε να μιλήσουμε όχι μόνο για την ενότητα της επίθεσης του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του πανευρωπαϊκά αλλά και για τα πρώτα ψήγματα και κυρίως τις δυνατότητες κοινού και συντονισμένου αγώνα των εργαζόμενων και της νεολαίας στην Ευρώπη. Το κοινωνικό υποκείμενο που αποτέλεσε την «καρδιά» της εξέγερσης είναι μια πρωτότυπη, για τα ελληνικά δεδομένα, σύνθεση-συνάντηση τμημάτων της παιδείας και της εργασίας: μαθητές, φοιτητές, εργατική νεολαία της επισφαλούς εργασίας, της ελαστικότητας, της ανεργίας, αλλά και μεγαλύτερες γενιές με τα ίδια χαρακτηριστικά, εργαζόμενοι και μετανάστες.
Αυτά τα κοινωνικά τμήματα βρίσκονται στον πυρήνα της παιδείας και της νέας εργασίας, στην καρδιά του μοντέλου απόσπασης υπεραξίας και εκμετάλλευσης που προώθησε ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό, άλλωστε, έκανε δυνατή την ευρύτατη λαϊκή απήχηση έως και στήριξη της εξέγερσης, αφού η πλειοψηφία της εργατικής τάξης αναγνώριζε, ακόμα και όταν δεν συμμετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις, χαρακτηριστικά της δικής της αγωνίας και αγανάκτησης απέναντι στην κατάργηση και των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων της.
Το υποκείμενο του Δεκέμβρη έχει συνείδηση ή τουλάχιστον αίσθηση πως είναι βαθιά εκμεταλλευόμενο από το σύστημα, δεν διακρίνει διαφορά ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα και δεν ελπίζει σε καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσής του συνολικά από τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις, δεν εμπνέεται από τον ολοκληρωτικό συνασπισμό της Ε.Ε, αλλά αντιθέτως αναγνωρίζει το ρόλο της στην υπάρχουσα κατάσταση, ενώ δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί πολεμική μηχανή ταγμένη στην υπηρεσία του καπιταλισμού. Υπό αυτή την έννοια το υποκείμενο του Δεκέμβρη είχε πραγματικά αντικαπιταλιστικά και εν δυνάμει επαναστατικά χαρακτηριστικά. Στοιχεία βέβαια που όσο δεν συγκροτούνται σε επαναστατικό ρεύμα, λόγω και των αδυναμιών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, κινδυνεύουν να μείνουν ανολοκλήρωτα.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι νέοι και εργαζόμενοι από πολλούς κοινωνικούς χώρους (σχολεία, ΚΕΣ, ΙΕΚ, ελαστική εργασία κ.ά.) συμμετείχαν με ορμή στις μάχες του Δεκέμβρη, χωρίς όμως να μπορέσουν και οι ίδιοι αλλά και συνολικά το κίνημα να διατηρήσει δομές και περιεχόμενα που αναδείχθηκαν εκείνες τις μέρες (διαδικασίες βάσης σε σχολεία και γειτονιές, συμμετοχή στο αντιπολεμικό κίνημα, στις πορείες αλληλεγγύης στην Κ. Κούνεβα κ.ά.) και για την επόμενη περίοδο, καταδεικνύει, από τη μια, την κοινωνική και πολιτική αξία των εξεγέρσεων που αναμετρούνται με το σύστημα, για το πώς μπορούν να «ξυπνούν» και να συνενώνουν στην πάλη κοινωνικές δυνάμεις που δεν εμφανίζονταν στο προσκήνιο μέσα από τις «επί μέρους» κοινωνικές αναμετρήσεις της προηγούμενης περιόδου, αλλά, από την άλλη, αναδεικνύει το γεγονός πως ο μετασχηματισμός των κατακτήσεων του Δεκέμβρη σε κεκτημένα για το ίδιο το κίνημα είναι το βασικό ζήτημα πάνω από το οποίο πρέπει να σκύψει η επαναστατική αριστερά ώστε οι επόμενοι Δεκέμβρηδες να πάνε ακόμα πιο μπροστά.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν προσδέθηκε πολιτικά σε κανέναν από τους πυλώνες του αστικού δικομματισμού. Αντίθετα, συγκρούστηκε -με όλες τις αντιφάσεις και την ποικιλία ως προς το βάθος του- με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα αντιλαϊκά κυβερνητικά σενάρια, αναδεικνύοντας -λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά- το «κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων» αλλά και το «κάτω κάθε επίδοξος διαχειριστής της αντιλαϊκής πολιτικής». Απέκτησε, δηλαδή, εν δυνάμει στοιχεία μιας βαθύτερης ανατρεπτικής λογικής και αντίθεσης στον αστικό συνασπισμό εξουσίας, τα οποία συγκροτήθηκαν στο έδαφος της συσσωρευμένης οργής για την εκμετάλλευση και την καταπίεση χρόνων και για το σκοτεινό μέλλον που επιφυλάσσει η επίθεση του κεφαλαίου, της ΕΕ, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, καθώς και στο έδαφος της κρίσης των νεοφιλελεύθερων και αστικών δογμάτων, και της κρίσης ενσωμάτωσης του αστικού δικομματικού συστήματος.
Μεγάλη σημασία στις μέρες του Δεκέμβρη είχαν τα Ανεξάρτητα Κέντρα Αγώνα (ιδιαίτερα εκείνα που γεννήθηκαν με τη συμβολή του αντικαπιταλιστικού δυναμικού των αγώνων της προηγούμενης περιόδου). Η Νομική στην Αθήνα, ο Δικηγορικός Σύλλογος στη Θεσ/νίκη, το Παράρτημα στην Πάτρα και πολλές άλλες καταλήψεις δημόσιων κτηρίων ανά την Ελλάδα εκείνη την περίοδο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γέννηση και στην εξέλιξη της εξέγερσης. Τα Ανεξάρτητα αυτά Κέντρα Αγώνα δεν εμφανίστηκαν μόνο, ή κυρίως, ως «απάντηση» στην αδυναμία των πρώτων ημερών να λειτουργήσουν κατακτημένες δομές του κινήματος, όπως είναι οι φοιτητικές συνελεύσεις και τα συντονιστικά των γενικών συνελεύσεων, συνελεύσεις και σωματεία εργαζομένων κ.ά., αλλά αποτελούν αναγκαίες δομές αντίστοιχες του περιεχομένου, του υποκειμένου και των μορφών πάλης μίας κοινωνικής εξέγερσης. Τα ανεξάρτητα κέντρα αγώνα έδωσαν χώρο έκφρασης και συζήτησης σε ένα ολόκληρο δυναμικό που αναζητά τη συγκρότηση και τη δημιουργία εκείνων των συλλογικών δομών που μπορούν να οδηγήσουν το εργατικό κίνημα σε νέες νίκες. Από την άλλη μεριά, τα ανεξάρτητα κέντρα αγώνα βοήθησαν στο συντονισμό και χώρων συνδικαλιστικά συγκροτημένων (όπως, π.χ., οι φοιτητές ή οι δάσκαλοι) με χώρους που είτε υπάρχει συνδικαλιστική νέκρωση είτε υπάρχει συνδικαλιστικό κενό.
Παράλληλα, πέρα από τα κέντρα αγώνα και τις κατακτημένες μορφές πάλης, όπως είναι οι συνελεύσεις, οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις, συγκροτήθηκαν και άλλες αντιθεσμικές δομές, όπως οι λαϊκές συνελεύσεις σε συνοικίες και γειτονιές, και αναπτύχθηκαν μορφές αγώνα σε όλα τα πεδία της ζωής της νεολαίας και των εργαζομένων, με συμβολικές καταλήψεις σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, διακοπές θεατρικών παραστάσεων και ραδιοφωνικών εκπομπών, κάνοντας δειλά βήματα στην ψηλάφηση ενός νέου, αντιπαραθετικού με το κυρίαρχο, πολιτισμικού μοντέλου.
Έκδηλη ήταν η αντίθεση απέναντι στους μηχανισμούς καταστολής, αλλά και σε ό,τι συμβολίζει τους θεσμούς της κρατικής εξουσίας (νομαρχίες, δημαρχεία, ΜΜΕ κ.λπ.), απέναντι στα σύμβολα του καταναλωτισμού (πολυκαταστήματα), του λάιφ στάιλ, της οικονομικής εξουσίας (τράπεζες-πολυεθνικές), του κυρίαρχου πολιτισμικού προτύπου. Επίσης, εκφράστηκε διάθεση για ριζοσπαστικές μορφές πάλης, που μοιάζουν να ανιχνεύουν το πώς θα υπερβούν την επετειακή-πρακτική του ρεφορμισμού (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) και του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, αλλά και τις κάθε λογής πρακτικές της τυφλής βίας και τους μηχανισμούς προβοκάτσιας των κρατικών οργάνων. Τα εργατικά χαρακτηριστικά του Δεκέμβρη δεν αναδείχθηκαν μόνο από τις πρώτες μέρες των μεγάλων κινητοποιήσεων αλλά βρήκαν τη συνέχεια τους στο κίνημα αλληλεγγύης και καταδίκης του δολοφονικού χτυπήματος στην Κ. Κούνεβα.
Το δολοφονικό αυτό χτύπημα ήταν η κορύφωση της προσπάθειας εξόντωσης των πιο ριζοσπαστικών εργατικών χαρακτηριστικών που αναπτύσσονται από τους ίδιους τους εργαζομένους (και το πιο σκληρά εκμεταλλευόμενο τμήμα, τους μετανάστες) στα σύγχρονα κάτεργα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Ήταν η προληπτική απάντηση στις ριζοσπαστικές τάσεις του εργατικού κινήματος και στην μαζική συμμετοχή μεταναστών στην εξέγερση.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη κατηγορήθηκε (όχι μόνο από τους φορείς της κυρίαρχης πολιτικής) ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ξέσπασμα γιατί δεν είχε «αιτήματα», λες και μετά τη δολοφονία ενός 15χρονου παιδιού, το χτύπημα στην Κούνεβα και μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ξέσπασε, είχε κάτι άλλο να διεκδικήσει από το σύστημα πέρα από το να πέσει η κυβέρνηση και να κλιμακωθεί ο αγώνας, λες και τα κέντρα αγώνα και οι καταλήψεις δεν έβγαλαν εκατοντάδες ανακοινώσεις για το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων.
Λοιδορήθηκε ότι δεν είχε σχέση με το εργατικό κίνημα, λες και εργατικό κίνημα είναι μόνο ό,τι αναγνωρίζει η συντηρούμενη από το κράτος συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τα καταστατικά της και όχι το σύνολο των εργαζομένων, η νέα βάρδια, οι μετανάστες, οι συμβασιούχοι και όλες οι μορφές συμμετοχής και αγώνα που αυτοί δημιούργησαν τις μέρες τις εξέγερσης. Θεωρήθηκε ότι αποθέωσε τη «σύγκρουση», όταν σε όλη τη διάρκειά της βρέθηκε μπροστά σε ένα χωρίς προηγούμενο κύμα καταστολής απέναντι στο οποίο η μαζική συλλογική αντιβία ήταν πρακτική των 15χρονων μαθητών και των μεταναστών και όχι των τυχοδιωκτικών ομάδων που προσπάθησαν να καπηλευτούν την εξέγερση.
Στη συζήτηση για την αποτίμηση και τις αδυναμίες του Δεκέμβρη, ιδιαίτερο βάρος θα πρέπει να δοθεί στην αποτίμηση, αυτοκριτική και πρόταση της Αριστεράς, και ιδιαίτερα της επαναστατικής, για την αδυναμία πολιτικών πρωτοβουλιών, την κατάσταση στο εργατικό κίνημα, την αδυναμία συνέχισης του φοιτητικού κινήματος μετά το κλείσιμο των καταλήψεων, την έλλειψη συλλογικοτήτων σε κρίσιμους χώρους της νεολαίας όπως οι μαθητές και οι νέοι εργαζόμενοι. Αυτές οι αδυναμίες σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν και τα όρια του Δεκέμβρη και παραμένουν, πολύ περισσότερο σήμερα, τα μεγάλα επίδικα της περιόδου.
Η Αριστερά, όταν δεν κατήγγειλε ανοιχτά την εξέγερση (όπως το ΚΚΕ), σε μεγάλο βαθμό κινήθηκε «παράλληλα» με αυτήν χωρίς συνεπή πολιτική κατεύθυνση πλήρους «αγκαλιάσματος», ανάπτυξης και κλιμάκωσης των πιο ριζοσπαστικών της χαρακτηριστικών. Παρά την ενεργή συμμετοχή του αντικαπιταλιστικού δυναμικού στις διαδικασίες και τα κέντρα αγώνα, οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε μεγάλο βαθμό αντιμετώπισαν και στήριξαν τον Δεκέμβρη σαν ένα σημαντικό κινηματικό γεγονός και όχι σαν μια μεγάλη κοινωνική εξέγερση που το δυναμικό και τα στοιχεία που ανέδειξε θα έπρεπε να αποτελέσουν κριτήριο συζήτησης, δράσης και κλιμάκωσης του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος. Αγωνιστές και δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έπαιξαν ρόλο στη δημιουργία των κέντρων αγώνα, στη διοργάνωση της πρώτης μεγάλης πορείας την Κυριακή 7/12 και στην πραγματοποίηση της πορείας που ανέβαλε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στις 10/12 αλλά και στην πρωτοβουλία αλληλεγγύης στην Κ.Κούνεβα. Ωστόσο, συνολικά στην εξέγερση η πλειοψηφία των οργανώσεων δεν είχε ενιαία στάση, δεν συμμετείχε ενεργά μετά τις πρώτες μέρες στα κέντρα αγώνα και στις πορείες και κινητοποιήσεις που διοργάνωναν, ενώ αναλώθηκε πολλές φορές στην «αναρχοφοβία» και στα πλαστά διλήμματα τύπου «κέντρα αγώνα ή μαζικό κίνημα» που έθετε και η επίσημη αριστερά για να στηρίξει την γραμμή εκτόνωσης των κινητοποιήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει και ως ΝΑΡ να αποτιμήσουμε και την δικιά μας συμβολή και συμμετοχή και να κάνουμε γενναία αυτοκριτική.
Το κυριότερο όμως είναι ότι ένα χρόνο μετά, σε μια περίοδο που απέναντι στην επίδραση του Δεκέμβρη στην ελληνική κοινωνία η αστική τάξη κινητοποιεί όλους τους μηχανισμούς της, τίποτα δεν προκαλεί μεγαλύτερη αίσθηση από την έλλειψη πολιτικών πρωτοβουλιών για το δυναμικό του Δεκέμβρη (...πέρα από το κάλεσμα να στηρίξει κάποιο ψηφοδέλτιο στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις), τις ελάχιστες εκδηλώσεις (ακόμα και επετειακές), τα κείμενα που προσπαθούν όχι να δείξουν τι άφησε στο κίνημα και την αριστερά η εξέγερση αλλά να την «τακτοποιήσουν» με βάση τα εκάστοτε θεωρητικά και πολιτικά σχήματα (με πιο χαρακτηριστική τη συζήτηση αν είναι εξέγερση ή όχι).
Απέναντι στην εξέγερση, δυστυχώς η αριστερά επέλεξε, σε μεγάλο βαθμό, την αποκήρυξη, την αλληλεγγύη ή το ρόλο του Πόντιου Πιλάτου με το «ούτε θεοποίηση, ούτε υποτίμηση», χωρίς πολιτική πρόταση που να αναγνωρίζει τη σημασία της εξέγερσης και να εμπλέκει ως υποκείμενο το δυναμικό της. Έκφραση αυτής της αμηχανίας είναι και η κοινή ανακοίνωση οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με τμήματα της ρεφορμιστικής αριστεράς που συνομιλούσαν επίσημα με την κυβέρνηση (ΣΥΝ) στην επέτειο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου, αλλά και η απουσία των περισσότερων οργανώσεων (και του ΝΑΡ) στην κινητοποίηση που έγινε ένα χρόνο μετά τη δολοφονική απόπειρα ενάντια στην Κούνεβα. Την ίδια στιγμή η συζήτηση για τα συμπεράσματα του Δεκέμβρη εγκλωβίζεται από τον αναρχικό χώρο σε μεγάλο βαθμό στη «σύγκρουση» και την καταστολή, μακριά από τα ζητήματα που έθεσε και η ίδια η εξέγερση, που δεν ήταν μόνο αντικατασταλτικά.
Η αμηχανία πολλών πολιτικών χώρων και ρευμάτων απέναντι στην εξέγερση δείχνει την ανάγκη να ανοίξει με νέους όρους η συζήτηση και η δράση για τη διαδικασία συγκρότησης του κοινωνικού υποκειμένου σήμερα και της παρέμβασης σε αυτό, της κριτικής των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων, για τη συνέχεια των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων του Δεκέμβρη, των πολιτικών και κινηματικών του κεκτημένων. Η στάση και θέση απέναντι στις κοινωνικές εξεγέρσεις -θεωρητική, πολιτική, κινηματική- αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο όχι μόνο για την αποτίμηση και συμβολή της επαναστατικής αριστεράς αλλά και για την πραγματική ταυτότητα και φυσιογνωμία της, ανεξάρτητα από τις πολιτικές της διακηρύξεις.
Το μέλλον της εξέγερσης του Δεκέμβρη δεν μπορεί παρά να προχωρήσει μέσα από τις κοινωνικές αναμετρήσεις που έρχονται, μέσα από την αγωνία και την ελπίδα των αγωνιστών και του δυναμικού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που «δίχως καβάντζα καμιά» γέμισαν τους δρόμους, τις συνοικίες, τις σχολές και τα σχολεία με την πιο ρεαλιστική ουτοπία της εποχής μας.
2. Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
Η ολοκληρωτική διάσταση του σημερινού καπιταλισμού και της κοινωνικής και φυσικής ερημοποίησης που προκαλεί καθιστά την επαναθεμελίωση της σύγχρονης κομμουνιστικής απελευθέρωσης επιτακτική ανάγκη. Η μεγάλη αντιστροφή που πρέπει να επεξεργαστεί και να φέρει στην πράξη η κομμουνιστική επαναθεμελίωση είναι πώς θα έρθει η επανάσταση σήμερα και όχι πώς θα την πλησιάζουμε διαρκώς, μέσω διάφορων σταδίων, φάσεων, κ.λπ., σε ένα αόριστο μέλλον. Εδώ βρίσκεται η επικαιρότητα και η αναγκαιότητα του κομμουνισμού της εποχής μας και όχι στις αντιλήψεις που περιγράφουν ένα τέλειο «σύστημα» στο οποίο παραπέμπονται –ειδυλλιακά, περίπου ως ανέφικτες– οι δυνατότητες της ανθρώπινης ευτυχίας, ή σαν έναν συμβολισμό μακριά από τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις αντιφάσεις της πραγματικότητας, όπου αρκεί η επίκληση του για να γίνουν βήματα προς αυτόν.
Πολύ περισσότερο δεν βρίσκεται στην υπεράσπιση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που, παρά την αρχική νίκη εργατικών επαναστάσεων σε ορισμένα από αυτά, ήταν καθεστώτα γραφειοκρατικά, εκμεταλλευτικά, αλλοτριωτικά και καταπιεστικά. Σήμερα, που τμήματα της αριστεράς (ΚΚΕ, κ.ά.) επιχειρούν να αναστήσουν το σταλινισμό σαν πρότυπο οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να βαθύνει ο διάλογος για την εμπειρία συνολικά του «ιστορικού κομμουνισμού» του 20ού αιώνα, όχι σαν απαρίθμηση λανθασμένων επιλογών ή δικαίωσης της αστικής δημοκρατίας, αλλά από τη σκοπιά της εργατικής χειραφέτησης και της επαναστατικής προοπτικής της εποχής μας, για την υπέρβαση του οικονομίστικου-κρατικιστικού-κομματοκεντρικού «κομμουνισμού» του 20ού αιώνα.
Η υπόθεση του κομμουνισμού της εποχής μας δεν μπορεί προφανώς να προωθηθεί μόνο από κάποιο πολιτικό κόμμα ή οργάνωση, ούτε απλά από τις προσπάθειες των θεωρητικών ρευμάτων, αλλά από το συνδυασμό της πολιτικής θέσης και της αναζήτησης με την ίδια την εμπειρία της ταξικής πάλης. Εξάλλου, όπως έχει δείξει η ιστορία, οι πιο σημαντικές περίοδοι ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας συνδέονται με τις μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις (1848, Κομμούνα, Ισπανικός Εμφύλιος, Οκτωβριανή, Μάης ΄68). Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η καπιταλιστική κρίση και η ένταση της ταξικής πάλης δεν αφήνει χώρο για εικονίσματα, αυταπόδεικτες αλήθειες και «κόκκινες γραμμές», αλλά επιβάλλει την ανοιχτή αντιπαράθεση με τα «ιερά και τα όσια» της αστικής ιδεολογίας και το διάλογο του μαρξισμού με όλα τα επαναστατικά ρεύματα.
Σε αυτή τη συζήτηση, που ως ΝΑΡ πρωτοστατήσαμε (με όλες τις αδυναμίες μας) μέχρι τις αρχές του 2000, είναι ανάγκη σήμερα όχι απλά να επιστρέψουμε αλλά να συμβάλουμε με νέους όρους, στο φόντο των σημερινών εξελίξεων και δυνατοτήτων. Και ένα πρώτο βήμα είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε ερωτήματα:
Μπορεί ο σύγχρονος κομμουνισμός να είναι «η απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», απλά με μια «άλλη εξουσία», όπως επιχείρησε ο Οκτώβρης;
Είναι οι καπιταλιστικές παραγωγικές δυνάμεις το κατάλληλο υλικό που μέσα του βρίσκονται έτοιμες οι προϋποθέσεις του κομμουνισμού, όπως πίστευε ο κλασικός μαρξισμός-λενινισμός;
Είναι κομμουνισμός η ολοκλήρωση της «ανολοκλήρωτης νεωτερικότητας» από εκεί που την άφησαν οι αστοί, όπως το κατανόησε το κομμουνιστικό κίνημα;
Η πίστη ότι η κυριαρχία επί της φύσης, ο θρίαμβος της επιστήμης και της τεχνικής είναι αυτή που θα δώσει τις λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα, που κυριάρχησε στον λεγόμενο «επιστημονικό σοσιαλισμό»;
Κι ακόμη, μπορεί ο κομμουνισμός να σημαίνει σήμερα μια ολοκληρωτικά κρατικοποιημένη κοινωνία, όπως αυτή που ήταν ο «υπαρκτός σοσιαλισμός»; Εξαντλείται η συζήτηση για την εργατική επαναστατική πολιτική στο σχήμα «στρατηγική-τακτική» και τις ερμηνείες του, και στην «πάλη για την ηγεμονία»;
Δεν υπάρχει «μία και μοναδική, έγκυρη» επαναστατική θεωρία, «στον αιώνα τον άπαντα», διότι και μόνο αυτό θα αναιρούσε την επαναστατικότητά της και θα την τοποθετούσε στη σφαίρα της μεταφυσικής, της προφητείας, ή της ιδεολογίας. Οι «επαναστατικές αλήθειες» είναι και αυτές, εξίσου με όλες τις άλλες «αλήθειες», ιστορικές. Υπόκεινται, δηλαδή, στην ιστορική σχετικότητα, και αν θέλουμε να είμαστε πράγματι υλιστές, δεν μπορούν να έχουν το στάτους άχρονων μη ιστορικών αληθειών.
Έτσι, σήμερα δεν έχει νόημα η επιστροφή απλά σε έναν «αυθεντικό» μαρξισμό απαλλαγμένο από «στρεβλώσεις». Η κομμουνιστική επαναθεμελίωση είναι, ταυτόχρονα, μια επιλογή «σύλησης» του μαρξιστικού αλάθητου, μια επιλογή «αποκαθήλωσης» των εικονισμάτων των κλασσικών, μια επιλογή που τρέφεται από το απελευθερωτικό κομμουνιστικό πρόταγμα των επαναστάσεων που κέρδισαν, μια επιλογή που γεννήθηκε όμως, από τις επαναστάσεις που έχασαν, επιδιώκοντας να στήσει ξανά όρθια την κομμουνιστική προοπτική, όχι ως νέο σύστημα εξουσίας στην θέση του παλιού, αλλά ως μια δυναμική αέναη κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική και πολιτισμική κίνηση ρήξης με κάθε μορφή εκμετάλλευσης, με κάθε μορφή εξουσίας. Για ένα κομμουνισμό αφετηρία και όχι κατάληξη της ανθρώπινης ιστορίας.
Αρνούμαστε την κληρονομιά του θαυμασμού της ανάπτυξης και ουδετερότητας των παραγωγικών δυνάμεων και της κυριαρχίας επί της φύσης που δεν είναι συμβατή με τις σύγχρονες απελευθερωτικές ανάγκες. Αρνούμαστε τη θεοποίηση της επιστήμης και τη μετατροπή της επαναστατικής θεωρίας σε ανταγωνιστική «επιστήμη» της αστικής μεταφυσικής, καθώς δεν είναι συμβατή με την αναγκαία κριτική γνώση της εποχής μας, που έχει να αντιπαλέψει σε αυτήν ό,τι αντιπάλεψε ο Μαρξ στη θρησκεία της εποχής του. Αρνούμαστε την κληρονομιά της εργατικής πολιτικής ως κατάληψης απλά της εξουσίας, και του κρατισμού ως «συσσώρευσης των προϋποθέσεων», ως εφαρμογή της «νομοτέλειας», της «προόδου» και των «αναγκαίων σταδίων», καθώς αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να εκφράσουν το περιεχόμενο και τη μορφή που μπορεί να έχει σήμερα η κομμουνιστική απελευθέρωση.
Η διάσωση του επαναστατικού πυρήνα του μαρξισμού, και πολύ περισσότερο η ανάπτυξή του, μπορεί να γίνει μόνο μέσω της κριτικής του. Τα επαναστατικά στοιχεία του μαρξισμού μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν μόνο μέσα από μια ολόπλευρη κριτική αποτίμηση συνολικά των θεωρητικών ρευμάτων, των προγραμματικών θέσεων και κυρίως της εμπειρίας και πρακτικής του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορούν να γίνουν αποφασιστικά βήματα για μια σύγχρονη επαναστατική θεωρία, η οποία θα εδράζεται στις πιο επαναστατικές στιγμές της μαρξιστικής θεωρίας και των ιστορικών αντικαπιταλιστικών ρευμάτων, και ταυτόχρονα θα διαλέγεται με ό,τι πιο ριζοσπαστικό αναπτύσσεται στη σύγχρονη εποχή, στη σφαίρα της θεωρίας και του πολιτισμού, αλλά κυρίως θα «ανοίγεται» στις προκλήσεις και τα ερωτήματα του σύγχρονου καπιταλισμού, και τις «ανολοκλήρωτες» απαντήσεις της ταξικής πάλης.
Ο αποικισμός κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής από το κεφάλαιο φέρνει στο προσκήνιο την επανασύνδεση με αυτό που ο Μαρξ όριζε ως κομμουνισμό, την «ελεύθερη ατομικότητα που βασίζεται στην καθολική ανάπτυξη των ατόμων και στην καθυπόταξη της συλλογικής τους, κοινωνικής παραγωγικότητας σαν κοινωνικής τους περιουσίας», το «βασίλειο της ελευθερίας». Κομμουνισμός είναι η «κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση», είναι η πιο ριζική, καθολική και ανατρεπτική κριτική του καπιταλισμού.
Ο κομμουνισμός χωρίς να αποτελεί και αυτός μια ιδανική πολιτεία φέρνει την κατάργηση του κράτους, της εκμετάλλευσης, των ταξικών διαχωρισμών, της καταναγκαστικής και εκμεταλλευτικής εργασίας, της καταπίεσης, της αλλοτρίωσης. Θεμελιώνεται στην ανάπτυξη των τάσεων χειραφέτησης από την καπιταλιστική βαρβαρότητα που ενυπάρχουν στην κοινωνική πραγματικότητα και τη συνείδηση των εργαζομένων στις διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες. Οι τάσεις αυτές, όπως η αναζήτηση ενός περιεχομένου ζωής ανεξάρτητο από τα κριτήρια του καπιταλισμού, η προσέγγιση της ανάγκης κατάργησης της αστικής πολιτικής και αντικατάστασής της από μορφές εργατικής πολιτικής με αμεσοδημοκρατία, η ανάπτυξη μιας απελευθερωτικής λογικής για την τέχνη και τον πολιτισμό, εμφανίζονται κυρίως σε κορυφαίες στιγμές των αγώνων, όμως δεν μπορούν να ολοκληρωθούν και να αποκτήσουν πανκοινωνικό χαρακτήρα παρά μόνο με την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση.
Η σύγχρονη κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ανάγκη, επίσης, να επανασυνδεθεί με την κατεύθυνση της κατάργησης του κράτους και της ίδιας της πολιτικής, που ο Μαρξ έβλεπε ως το κύριο έργο της επανάστασης. Πρέπει, ξαναπιάνοντας το νήμα της Κομμούνας και των Σοβιέτ, να ξαναστοχαστεί και να ξαναπειραματιστεί με το ζήτημα της εξουσίας. Στην πορεία του «ιστορικού κομμουνισμού» και αυτού που επικράτησε ως ορθόδοξος μαρξισμός, η εξουσία πήρε την πρωτοκαθεδρία από την επανάσταση. Η επανάσταση ταυτίστηκε με την «έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα» μετατράπηκε δηλαδή σε ένα απλό μέσο για την κατάληψη της εξουσίας. Το ζήτημα της εξουσίας έγινε το κέντρο της επαναστατικής πολιτικής, ενώ το κοινωνικό απελευθερωτικό έργο της επανάστασης μετατέθηκε σε έναν δεύτερο χρόνο.
Το μεγάλο «στοίχημα» για τη ζωτικότητα της επανάστασης είναι πώς οι κοινωνικοπολιτικές δομές αντιεξουσίας που οικοδομούνται από τα κάτω θα παραμείνουν ο κινητήρας της επαναστατικής δράσης και δε θα αφομοιωθούν μέσα σε κρατικές δομές. Στα πλαίσια μιας τέτοιας κατεύθυνσης απαιτείται να αντιμετωπιστεί η κατάλυση του αστικού κράτους ως αναγκαία αφετηρία όχι για την οικοδόμηση ενός νέου κρατικού μηχανισμού με εργατικές «περγαμηνές», αλλά για την πορεία απονέκρωσης κάθε κράτους και τη «διάχυση» της εξουσίας μέσα στο οργανωμένο κοινωνικό σώμα-πρωταγωνιστή των κοινωνικών αλλαγών.
Ο χαρακτήρας της κοινωνικής επανάστασης στη χώρα μας θα είναι αντικαπιταλιστικός με κομμουνιστικό περιεχόμενο, και προωθείται σε εθνικό επίπεδο ή ομάδα χωρών ως έκφραση ενός διεθνούς εργατικού επαναστατικού ρεύματος, με υποκείμενο τη σύγχρονη εργατική τάξη. Η επαναθεμελίωση της εργατικής επαναστατικής πολιτικής δεν μπορεί να γίνει στο έδαφος της εκπροσώπησης και της ανάθεσης, του κράτους και της εξουσίας. Η επανάσταση θα ξαναγεννηθεί όχι ως εργαλείο για να πάρουμε την εξουσία, αλλά ως αδιαμεσολάβητη έκφραση των αναγκών και επιθυμιών των εργαζομένων και της νεολαίας.
Η εξέγερση και η επανάσταση σημαίνουν έναν άλλο τύπο πολιτικής: μια πολιτική που δεν περιμένει τίποτα από το κράτος και το σύστημα, δε ζητάει αναγνώριση και εκπροσώπηση εντός του. Είναι μια πολιτική της έκφρασης και όχι της αναπαράστασης, μια πολιτική που θέλει να δημιουργήσει πράγματα για τον εαυτό της και όχι να ενταχθεί στους υπάρχοντες θεσμούς, μια πολιτική που θέλει να αποσπάσει τώρα σχέσεις και καταστάσεις από την εξουσία του κεφαλαίου και του κράτους και όχι να τα αναθέσει σε μια άλλη εξουσία.
Η επανάσταση σε κάθε εποχή δεν είναι μια φωτογραφία, ένα καρέ από τα «χειμερινά ανάκτορα». Η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση και με βάση τα συμπεράσματα των πρωταγωνιστών της, εντασσόταν σε μια εποχή διαφορετικής πολιτικής συμπεριφοράς των εκμεταλλευόμενων που περιείχε τις εργατικές πανεθνικές απεργίες του 1902-3, την επανάσταση του 1905, την υποχώρηση και ιδεολογική κατεργασία του 1907-1910, τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Φεβρουαριανή και την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι επαναστάσεις δεν είναι μονόπρακτα, όπως και η συμπεριφορά των εργαζομένων δεν αναπτύσσεται γραμμικά. Γι' αυτό, το κυριότερο είναι ο εντοπισμός και η ανάπτυξη των χειραφετικών στοιχείων στη δράση τους κάθε φορά.
Μια εργατική επαναστατική πολιτική πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσει έναν άλλο τύπο πολιτικής που θα επιχειρεί να άρει την αλλοτρίωση, επαναφέροντας την πολιτική από τη διαχωρισμένη σφαίρα της ανάθεσης και της εκπροσώπησης, άμεσα στην κοινωνία, τις δυνάμεις και τις ανάγκες της. Κι αυτό απαιτεί πρακτικές απαγκίστρωσης από το κράτος, την κατεξοχήν αλλοτριωτική μορφή της πολιτικής, και την επανίδρυση της πολιτικής ως συλλογικής πράξης που αναπτύσσει στην πράξη άλλα κριτήρια και αξίες από αυτά της καταναγκαστικής εργασίας, της αγοράς και της κατανάλωσης, αντικρατικές πρακτικές και μορφές συλλογικότητας, αλληλεγγύης αλλά και πρακτικής οργάνωσης της ζωής. Περιεχόμενα και πρακτικές που θα σπάνε το μονοπώλιο του εμπορεύματος, της γνώσης, του πολιτισμού, της πληροφορίας. Που θα τείνουν να διαμορφώσουν έναν ολόκληρο ανταγωνιστικό αντικαπιταλιστικό τρόπο ζωής και πολιτισμό.
Μια τέτοια αντίληψη προτάσσει την ανάγκη δημιουργίας δομών αντιεξουσίας, κοινωνικών αντιθεσμών του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας, αντιπαραθετικούς πολιτικά ιδεολογικά και πολιτισμικά προς την αστική πολιτική. Αντιθεσμών που θα παράγουν πολιτική, ιδεολογία, πολιτισμό, από την ίδια την τάξη και για όλη την τάξη. Αντιθεσμών που θα προωθούν της πλέρια εργατική δημοκρατία, που θα ευνοούν και θα προκρίνουν το σύνολο της τάξης να «γεννά» επαναστατική πολιτική, αντισυστημική ιδεολογία, εργατικό πολιτισμό, εξεγερσιακά γεγονότα, κοινωνικές επαναστάσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνική αλλαγή μπορεί να προκύψει ως άθροισμα «απελευθερωμένων ζωνών» ή αντικαπιταλιστικών κοινοτήτων εντός του καπιταλισμού. Η συνολική απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά του κεφαλαίου και του κράτους, χρειάζεται την επαναστατική αλλαγή, την ανατροπή του αστικού κράτους και την οικοδόμηση μιας νέας εργατικής δημοκρατίας εκρίζωσης όλων των εκμεταλλευτικών και κυριαρχικών προς τη φύση παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Τελικά, αυτό σημαίνει άμεσος επαναστατικός αγώνας: με τα σοβιέτ για ψωμί και ειρήνη, και όχι ψωμί και ειρήνη από μια κυβέρνηση, ένα κράτος και μια αγορά.
Η εργατική δημοκρατία θα προωθήσει την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το τσάκισμα του αστικού κράτους και όλων των μηχανισμών του, η ανάπτυξη νέων μορφών εργατικής πολιτικής μέσα στην πορεία ανάπτυξης της επανάστασης. Αυτό είναι όμως μόνο η αρχή, γιατί η επανάσταση είναι μια συνεχής διαδικασία σε εξέλιξη, είναι ένας τρόπος κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι προϋποθέσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας αναπτύσσονται μέσα στην ίδια την πάλη για την απελευθέρωση, από κοινωνικές πρακτικές που μαζί με τις συνθήκες θα αλλάζουν και τους ίδιους τους ανθρώπους. Σημαία της εργατικής δημοκρατίας είναι ότι: όλη η εξουσία ανήκει στους εργαζόμενους και ασκείται μόνο από αυτούς.
Η εργατική δημοκρατία δεν αποτελεί ένα κυβερνητικό μοντέλο διαχείρισης της κοινωνίας. Είναι μια πολύπλευρη απελευθερωτική διαδικασία που αφορά όλα τα επίπεδα της ζωής. Είναι μια διαδικασία που δεν συγκροτεί κανένα ξεχωριστό «σοσιαλιστικό» ή «δημοκρατικό» στάδιο αλλά μια διαδικασία όπου (όπως έδειξε με τραγικό τρόπο και η εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού») η μετάβαση στον κομμουνισμό ή το πισωγύρισμα στον καπιταλισμό θα είναι διαρκές διακύβευμα μέχρι την απονέκρωση της εργατικής εξουσίας και την κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλα τα πεδία της κοινωνίας.
Η αντικαπιταλιστική επανάσταση και η εργατική δημοκρατία είναι αποφασιστικό κριτήριο για την πολιτική γραμμή μας στο σήμερα, για το περιεχόμενο και της μορφές της επαναστατικής εργατικής απάντησης στην κρίση, της μάχης ενάντια στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας. Η εργατική πολιτική δεν προτείνει ανέφικτα προγράμματα «ανακούφισης» των εργαζομένων, ούτε συνταγές και σχεδιαγράμματα για το μέλλον. Ενοποιεί τις υπαρκτές τάσεις της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, όχι ως δείκτες παραγωγικών δυνάμεων που διαρκώς ωριμάζουν, αλλά πρωταρχικά ως κοινωνική συνείδηση, αναζήτηση και πρακτική, μέσα από τους αγώνες και τις πολιτικές μάχες, για να μετατραπούν σε ασίγαστο πάθος για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση.
Να επαναθεμελιώσουμε λοιπόν, τον κομμουνισμό, ως ανατροπή τόσο της υπεραξίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης, όσο και της συνολικής αλλοίωσης όλων των κοινωνικών σχέσεων από τη μονόπλευρη ορθολογικότητα της παραγωγής και του νόμου της αξίας. Ως απαλλαγή των αναγκών και των επιθυμιών από τον φραγμό των εμπορευματοποιημένων αντικειμένων και υποκειμένων.
3. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ
3.1 Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Η συνολική αντεπίθεση με τις ανάγκες, τα δικαιώματα και τις επιθυμίες μας μπορεί να επιβάλει και την άμεση επιβίωση και βελτίωση, και όχι η παραίτηση και η αποδοχή της κρίσης. Η κρίση απαιτεί μια Αριστερά που θα συγκροτείται σε ανεξαρτησία από το σύνολο του αστικού πολιτικού σκηνικού και των πολιτικών σχεδίων ενσωμάτωσης και υποταγής, μετωπικά και με υποκείμενο τους πρωτοπόρους αγωνιστές των κοινωνικών μαχών και της αντικαπιταλιστικής αναζήτησης. Μια Αριστερά ικανή να οξύνει την ταξική αντιπαράθεση, να δίνει ανατρεπτικό πρόσημο και θετικό περιεχόμενο στις ανάγκες και τα συμφέροντα, και όχι να αναζητά «εναλλακτικές λύσεις» διάσωσης ή «ανακούφισης».
Ειδικά σήμερα που είναι επιτακτική η ανάγκη επιβίωσης και προοπτικής, το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα πρέπει να αντιπαρατεθεί στην κρίση και πρακτικά, επιχειρώντας να οργανώσει τις δικές του μορφές επιβίωσης, αλληλεγγύης, πολιτισμού, έξω από το κράτος, με άμεση δημοκρατία, έξω από τις πρακτικές της ανάθεσης και της εκπροσώπησης.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι «απάντηση» στην κρίση δεν μπορεί να δοθεί με μια συγκυριακή τακτική. Χρειάζεται ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, με κέντρο την όξυνση και την ανώτερη ενοποίηση και πολιτικοποίηση της ταξικής πάλης με επαναστατικό χαρακτήρα. Ενισχύεται η ανάγκη η πάλη για την ανατροπή της επίθεσης στα μέτωπα της πολιτικής-κοινωνικής αντιπαράθεσης (π.χ. Σύμφωνο Σταθερότητας) να μην αποκόβεται από την πάλη για την επίλυση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας.
Η Αριστερά προτάσσει μία θεωρητική ερμηνεία της κρίσης που είτε την περιγράφει σαν «ακραίο καιρικό φαινόμενο» και αναζητά της αιτίες στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και κυβερνήσεις, είτε την αναλύει ως σύμφυτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δεν συνδέει τις αιτίες της (την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, την κρατική καταπίεση) με την εργατική απάντηση στην κρίση στο σήμερα, με την πολιτική της πρόταση. Άμεση συνέπεια είναι να αποτυπώνονται τελικά στο γενικό πολιτικό στίγμα της και στα αιτήματά της μια ανεφάρμοστη πρόταση κρατικής διαχείρισης της κρίσης, ώστε αυτή υποτίθεται να «λυθεί» προς όφελος των εργαζομένων.
Έτσι, χωρίς ανάδειξη του ρόλου του «συλλογικού καπιταλιστή», χωρίς την πάλη για δημιουργία αντιθεσμών πάλης-αλληλεγγύης- στήριξης της εργατικής τάξης που χτυπιέται από την κρίση, καλλιεργείται η αυταπάτη ότι το καπιταλιστικό κράτος μπορεί -αλλά δεν θέλει- να δώσει λύση στην κρίση. Ο «αντικαπιταλισμός» μετατρέπεται τελικά σε ένα «πουκάμισο αδειανό», χωρίς να μπορεί να συμβάλει σε ένα κοινωνικό ρεύμα πραγματικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού, ούτε καν σε μια αποτελεσματική αντίσταση. Ακραία συνέπεια αυτής της γραμμής είναι τα δημαγωγικά συνθήματα του τύπου «να πληρώσουν την κρίση οι καπιταλιστές» χωρίς να μπαίνει θέμα ανατροπής του καπιταλισμού, συνθήματα που αναπαράγουν από τη ΓΣΕΕ και τη ρεφορμιστική αριστερά μέχρι και την αντικαπιταλιστική αριστερά.
Το μοντέλο της πολιτικής της αριστεράς αναπαράγει για ακόμα μια φορά την χρεοκοπημένη λογική των «πολιτικών μετώπων», που, στην πράξη, ανεξάρτητα από τις εξαγγελίες τους, είναι συμμαχίες κομμάτων και οργανώσεων της ρεφορμιστικής ή αντικαπιταλιστικής αριστεράς που «εκπροσωπούν» πολιτικά τους αγώνες, τις αντιστάσεις και γενικότερα την αγανάκτηση και αμφισβήτηση των εργαζομένων απέναντι στην κρίση. Στην πραγματικότητα όμως, το μεγαλύτερο μέρος αυτού που προβάλλει ως «πολιτική» καλύπτεται από την αστική πολιτική και τους θεσμούς της που νομιμοποιούνται μέσω των εκλογών. Έτσι, δεν είναι παράξενο που τελικά το κύριο κριτήριο για αυτά τα μέτωπα είναι βασικά τα εκλογικά ποσοστά, τα οποία μετατρέπονται από απλό δείκτη της ωριμότητας της εργατικής τάξης (όπως έλεγαν οι κλασικοί του Μαρξισμού) σε κριτήριο... για να γίνουν βήματα για την απάντηση στην κρίση, την ενίσχυση των κομμουνιστικών ιδεών, την απεύθυνση στην εργατική τάξη, τη στρατηγική αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό κ.ά.
Όμως η παρέμβαση στις εκλογές από την πλευρά της αριστεράς δεν μπορεί να διεκδικεί γενικώς την πολιτική έκφραση, αλλά ακριβώς το αντίθετο: να αξιοποιεί ό,τι δυνατότητες της δίνουν τέτοιες μάχες όπως οι εκλογές, για να αποκαλύπτει ότι δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική έκφραση των αγώνων με κοινοβουλευτικούς όρους, ότι οι εκλογές δεν είναι κομμάτι του κινήματος ούτε μπορούν ποτέ να το εκπροσωπήσουν. Ότι ο μόνος δρόμος για την πολιτική συγκρότηση των αγώνων είναι η πάλη για μια άλλη πολιτική, την εργατική πολιτική που στο περιεχόμενο και τη μορφή της είναι ανταγωνιστική στους αστικούς θεσμούς και όχι μόνο στους διαχειριστές τους.
Το ερώτημα, δηλαδή, δεν είναι σήμερα πώς ο Δεκέμβρης ή το φοιτητικό κίνημα ή οι αγώνες των εκπαιδευτικών θα εκφραστούν στις εκλογές, αλλά το πώς όλες αυτές οι μάχες θα γίνουν η καρδιά μιας πολιτικής πρότασης που θα διεκδικεί να βαθύνει (και όχι να λύσει) την καπιταλιστική κρίση. Η εργατική επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί μέσα στα παλιά μοντέλα μετώπων και συμμαχιών. Τα μοντέλα αυτά είχαν και έχουν στο επίκεντρό τους την «ενότητα για να 'μαστε πολλοί», τις συμφωνίες των πολιτικών γραφείων των οργανώσεων, τα χαρτιά των «προγραμμάτων», μαζί με τον ανταγωνισμό για την ηγεμονία-πρωτοκαθεδρία πάνω στους υπόλοιπους. Και όλα αυτά, έξω από το πεδίο της ταξικής πάλης και των αγώνων (όπου κρίνονται οι πραγματικές συνθέσεις και η προωθητικότητά τους για τους ίδιους τους εργαζόμενους), μακριά από τον αποφασιστικό ρόλο των ίδιων των αγωνιστών, οι οποίοι καλούνται (στην καλύτερη περίπτωση) να συζητήσουν για την υλοποίηση των κεντρικών συμφωνιών, και κυρίως με σταθερό κυρίαρχο προσανατολισμό στις κάθε είδους εκλογικές αναμετρήσεις.
Η ανώτερη πολιτικοποίηση του κοινωνικού δυναμικού που δημιουργεί η κρίση και οι αγώνες της περιόδου δεν μπορεί να γίνει με τους όρους, τους δρόμους και τα σχήματα του παρελθόντος: σωματείο-παράταξη-κόμμα, ή μέτωπο-εκλογές-κόμμα. Η πολιτικοποίηση θα αναπτύσσεται όσο θα κατακτούνται στην πράξη περιεχόμενα που θα ενοποιούν και θα βγάζουν μπροστά τις ανάγκες και τις επιθυμίες, άλλα κριτήρια και αξίες από αυτά της καταναγκαστικής εργασίας, της αγοράς και της κατανάλωσης, και μορφές συλλογικότητας, αλληλεγγύης αλλά και πρακτικής οργάνωσης της ζωής που θα τείνουν να διαμορφώσουν έναν ολόκληρο εναλλακτικό αντικαπιταλιστικό τρόπο ζωής και πολιτισμό.
Με τα παραπάνω κριτήρια αντιμετωπίζουμε και το μόρφωμα του ΑΝΤΑΡΣΥΑ που από τα πρώτα βήματα συγκρότησής του δεν είχε στον προσανατολισμό του την πολιτική συνάντηση του αγωνιστικού δυναμικού του Δεκέμβρη, την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα και την προσπάθεια για μεταλαμπάδευση του ανατρεπτικού πνεύματος του Δεκέμβρη στους χώρους δουλειάς, τη συμβολή των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στη συγκρότηση και ανάπτυξη της εργατικής επαναστατικής απάντησης στην καπιταλιστική κρίση. Ο πολιτικός στόχος που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ περιορίζεται στην «ανατροπή της επίθεσης» ή/και «δημοκρατική ανατροπή». Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της, με κεντρική συμφωνία πολιτικών γραφείων, κοπτοραπτική και συναλλαγή για τα κείμενα, μετέτρεψε τα μέλη των οργανώσεων σε θεατές μιας κεντρικής παραγωγής της πολιτικής και απώθησε ένα μεγάλο μέρος ανεξάρτητων αγωνιστών.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά βέβαια δεν γεννήθηκαν σε μια μέρα, ούτε προέκυψαν απλά ως αποτέλεσμα κάποιων πολιτικών επιλογών. Πλευρές τους, με διαφορετικό τρόπο, υπήρχαν και σε προηγούμενα εγχειρήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, στη δημιουργία των οποίων πρωτοστάτησε και η οργάνωσή μας. Οι προσπάθειες αυτές (από τη Λαϊκή Αντιπολίτευση μέχρι τη Μαχόμενη Αριστερά και το ΜΕΡΑ) είχαν σημαντική συμβολή, ιδιαίτερα στην εποχή που συγκροτήθηκαν, στην ανεξάρτητη έκφραση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Όμως, τελικά, δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν την τομή σε σχέση με τα πολιτικά μέτωπα του παρελθόντος.
Οι χρόνιες αδυναμίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και των οργανώσεών της (περιορισμένη κοινωνική απεύθυνση και αδυναμία στην πράξη να προχωρήσει η αναζήτηση και τομή με κρίσιμες πλευρές του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος που χρεοκόπησαν) τελικά καθόρισαν και το «πολιτικό ζήτημα». Το εγχείρημα του ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πραγματικότητα κλείνει τον κύκλο της συμβολής τέτοιου τύπου εγχειρημάτων στην επαναστατική προοπτική και την κομμουνιστική επαναθεμελίωση. Και αυτό γιατί όχι μόνο τράβηξε στα άκρα κάποια από τα αρνητικά χαρακτηριστικά προηγούμενων χρόνων αλλά άνοιξε δρόμους (και μάλιστα εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης) μετατόπισης ενός ολόκληρου δυναμικού, οργανωμένου και μη, σε μια συζήτηση αποκλειστικά με όρους «ενότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς», χωρίς αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο στην πράξη και αντίστοιχα βήματα στο κίνημα, χωρίς δημιουργία πραγματικών χώρων διαλόγου και συμμετοχής των αγωνιστών.
Έτσι, το μέτωπο μετατράπηκε σε χώρο αντιπαράθεσης των οργανώσεων για το ποια θα ηγεμονεύσει, πολλές φορές μακριά όχι μόνο από τις απαντήσεις αλλά ακόμα και από τα ερωτήματα της περιόδου (εν μέσω κρίσης και Δεκέμβρη αναδείχθηκε σαν κεντρικό ζήτημα η ενότητα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς), διαρκώς ευάλωτο στη ρεφορμιστική αριστερά, όχι μόνο στο στίγμα αλλά και στην πρακτική (όπως έδειξε η κοινή διακήρυξη οργανώσεων ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΡΙΖΑ και η στάση στις προτάσεις Γλέζου στις ευρωεκλογές, καθώς και οι κοινές πρωτοβουλίες στο μεταναστευτικό δυνάμεων του ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τμημάτων του ΠΑΣΟΚ).
Σε αυτά τα πλαίσια χρειάζεται σήμερα, στην περίοδο της κρίσης και των εξεγέρσεων που έρχονται, να συζητήσουμε με κριτικό και αυτοκριτικό πνεύμα όχι μόνο την αποτίμηση αυτών των προσπαθειών, αλλά συνολικά τη μετωπική μας πολιτική, για να αναπτύξουμε εκείνες τις πλευρές της που μπορούν πραγματικά να συμβάλουν σε μια εργατική επαναστατική απάντηση στην κρίση.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη αλλά και όλοι οι αγώνες των τελευταίων χρόνων, έχουν φέρει στο προσκήνιο ένα μαχητικό ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό δυναμικό πολύ ευρύτερο (και σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ πιο τολμηρό στην αναζήτηση και τη δράση) από τις οργανωμένες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτό το δυναμικό δεν εντάσσεται εύκολα σε προαποφασισμένες και οργανωτικά ελεγχόμενες διαδικασίες αλλά ψηλαφεί μέσα από τις δικές του εμπειρίες, τους δικούς του δρόμους, μια ανατρεπτική πολιτική λογική και πρακτική.
Ο Δεκέμβρης έδειξε, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, ότι στην εποχή μας το κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής έκφρασης των αντικαπιταλιστικών κοινωνικών αγώνων, τάσεων και ρευμάτων δεν μπορεί να απαντηθεί με τις δοκιμασμένες λογικές. Πραγματικά βήματα για την αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορούν να γίνουν μόνο στο βαθμό που αυτό το δυναμικό θα γίνεται υποκείμενο αυτής της πορείας.
Χρειάζεται λοιπόν σήμερα επειγόντως ένα άλλου τύπου μέτωπο, σε περιεχόμενο και μορφή: ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο που θα εδράζεται στο πολύμορφο δυναμικό των πρωτοβουλιών της βάσης των εργαζομένων και των αγωνιστών, σε τμήματα των σωματείων και των επιτροπών βάσης, στα εργατικά σχήματα, στα σχήματα της ΕΑΑΚ, στις κινήσεις πόλης, στις ανοιχτές συνελεύσεις, στις πρωτοβουλίες αγώνα, στις καταλήψεις χώρων, στα νεολαιίστικα σχήματα της νέας βάρδιας, και θα επιχειρεί με αμεσοδημοκρατικές συνελευσιακές διαδικασίες μια ανώτερη πολιτική ενοποίηση (μέσα στην πολυμορφία), με κέντρο την πολιτική μάχη για επαναστατική απάντηση στην κρίση και όχι με όρους «ενότητας» ή «σεχταρισμού» γύρω από -εκλογικές κατά βάση- καταγραφές.
Κεντρικό του στοιχείο δεν είναι μια εκλογική σύμπραξη οργανώσεων, αλλά η συνολική πολιτική έκφραση της αναζήτησης, της αγωνίας και της ελπίδας της επανάστασης στις μάχες του σήμερα, που θα αναπνέει στις πολιτικές πρωτοβουλίες, στους χώρους και στα μέτωπα.
Με πολιτικό στόχο την επαναστατική απάντηση στην κρίση και την πάλη για την εργατική δημοκρατία, και όχι την «ανατροπή» με κατεύθυνση ή «από τη σκοπιά» της επανάστασης και του κομμουνισμού.
Με περιεχόμενο που θα αμφισβητεί συνολικά τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και θα φέρνει αυτή την αμφισβήτηση στην «καρδιά του πιο άκαρδου κόσμου», σε μια σύγχρονη χάρτα αναγκών και δικαιωμάτων, και όχι στις σκονισμένες βιβλιοθήκες των κομματικών γραφείων.
Με μορφές που θα παλεύουν να συγκροτήσουν στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα αντιθεσμούς, όργανα της εργατικής πολιτικής, κόντρα στην ενσωμάτωση της αριστεράς στην αστική πολιτική και τους θεσμούς της.
Αυτή η λογική, περιεχόμενο και μορφή μετώπου επιχειρεί να θέσει στο κέντρο της μετωπικής πολιτικής τη συγκρότηση νέων κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων της επαναστατικής πάλης και της κομμουνιστικής προοπτικής, Είναι μια πρόταση αντιπαραθετική στις στρατηγικές και προγραμματικές θέσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς, στη στάση τους απέναντι στην αστική πολιτική και στην ενσωμάτωσή τους στο αστικό πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς του, που κάνουν αδύνατη την όποια πολιτική ενότητα μαζί της (που δεν πρέπει να συγχέεται με την επιδίωξη κοινής δράσης στο κίνημα). Μια πρόταση στην οποία μπορούν να συμβάλουν το ανένταχτο δυναμικό των αγώνων και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (ιδιαίτερα οι δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης), όσο και εκείνα τα τμήματα της αυτονομίας (ιδιαίτερα της εργατικής) που προσεγγίζουν (έστω από διαφορετικό δρόμο) την προσπάθεια της αντικαπιταλιστικής πάλης και της επαναστατικής προοπτικής.
3.2 ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ
ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα του εργατικού και επαναστατικού κινήματος, είναι το πώς η επανάσταση θα εμφανίζεται ως πολιτική πράξη στο παρόν, με έναν άμεσο προγραμματικό λόγο, καθώς και με τα απαιτούμενα προγράμματα πάλης στους χώρους και σε σημαντικά πολιτικά μέτωπα. Δεν ισχυριζόμαστε πως έχουμε βρει τις «μαγικές» απαντήσεις. Σε αυτό θα αποφανθεί η ίδια η κίνηση της τάξης, με τα δικά της εργαλεία και το δικό της πειραματισμό. Φιλοδοξούμε όμως να δώσουμε ένα πρώτο πλαίσιο αυτών των απαντήσεων. Και αυτό γιατί διαπιστώνουμε ότι θα πρέπει να διαρρηχθεί το κλασσικό σχήμα τακτικής-στρατηγικής ακόμα και στις πιο επαναστατικές εκδοχές του, αλλά και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις επετειακού τύπου επικλήσεις της επανάστασης και έναν τίμιο εξτρεμιστικό αγωνιστικό ρεφορμισμό της καθημερινότητας. Από αυτή τη σκοπιά ξεχωρίζουμε τα εξής:
Κεντρικός πολιτικός στόχος: Επαναστατική απάντηση στην κρίση-ανατροπή της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας-να διευρύνουμε την κρίση του κεφαλαίου. Να πάρουμε όλον τον πλούτο που παράγουμε, να αλλάξουμε τον τρόπο παραγωγής του και το ίδιο το περιεχόμενό του. Ικανοποίηση των αναγκών με μη εκμεταλλευτικούς, μη εμπορευματικούς, μη κρατικούς και μη καταστροφικούς για το περιβάλλον τρόπους. Καμιά ανακωχή με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Πάλη για την απονομιμοποίηση και ανατροπή της, όπως και κάθε διαχειριστή της αστικής πολιτικής. Πάλη για τη δημιουργία ανεξάρτητων οργάνων εργατικής και επαναστατικής πολιτικής σε κάθε μέτωπο, χώρο και συνολικά.
Ειδικότερα, προσεγγίζουμε τα προγράμματα πάλης για τα κύρια μέτωπα, με κριτήριο την επαναστατική απάντηση στην κρίση, η οποία απαιτεί ενοποίηση της «οικονομικής», «πολιτικής» και «ιδεολογικής» πάλης, και όχι αναπαραγωγή του διαχωρισμού τους. Για να μην πληρώσουμε την κρίση τους πραγματικά, πρέπει να τους ανατρέψουμε. Πρέπει να αρνηθούμε την επιστροφή στην καταστροφική για τον άνθρωπο και τη φύση καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία άλλωστε μας έφερε εδώ. Δε ζητάμε «διέξοδο», «ανακούφιση», «ανάσχεση» κ.λπ. από την κρίση και μετά βλέπουμε..., αλλά μετατροπή της σήμερα σε πολιτική επαναστατική κρίση συνολικής αμφισβήτησης και ανατροπής του συστήματος που γεννά τις κρίσεις. Η επαναστατική απάντηση στην κρίση έχει αυτό ως πρόταγμα και στόχευση και όχι το υιοθετημένο από όλες τις πτέρυγες της Αριστεράς (κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής), ακόμη και από τη ΓΣΕΕ, «δεν θα πληρώσουμε την κρίση τους», το οποίο γεννά και αναπαράγει αυταπάτες περί του ότι μπορούμε να «τη βγάλουμε καθαρή» χωρίς συνολική σύγκρουση και επαναστατική ρήξη (νομιμοποιώντας έτσι κυβερνητικές προτάσεις «κοινωνικής ευαισθησίας» τύπου ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την κοινοβουλευτική-κομματική λογική του «ισχυρού ΚΚΕ-ισχυρού λαού»).
Για να υπάρξει πραγματικό εργατικό αντίπαλο δέος στην επίθεση που γίνεται και έρχεται, χρειάζεται επειγόντως ένα νέο εργατικό κίνημα βάσης και χειραφέτησης, που θα προωθεί την αντεπίθεση των αξιών, κριτηρίων, λογικών και πρακτικών εργατικής χειραφέτησης (εξ ορισμού πέρα και ενάντια στον καπιταλιστικό πολιτισμό).
Ένα τέτοιο κίνημα δε διεκδικεί «κάτι από τα κέρδη τους», αλλά όλον τον πλούτο που παράγει ο εργαζόμενος σήμερα, μαζί με την ανάγκη για αλλαγή αυτού του πλούτου.
Δε διεκδικεί απλά «υπεράσπιση, ή ρεαλιστική μείωση των ωρών εργασίας» ή «δουλειά για όλους», αλλά τη ριζική πανκοινωνική μείωση του χρόνου και την αλλαγή του περιεχομένου της εργασίας για όλους, γιατί θέλει να κάνει μέτρο του πλούτου τον ελεύθερο χρόνο και να μετασχηματίσει την εργασία σε έναν πλούτο ελεύθερων συνεργατικών και δημιουργικών κοινωνικών δραστηριοτήτων.
Δε διεκδικεί απλά «απαγόρευση των απολύσεων», «κρατικοποιήσεις» και «προγράμματα σωτηρίας», αλλά την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και την εργατική αυτοδιεύθυνση και συνεργασία για τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Δε διεκδικεί απλά «κρατική» παιδεία, υγεία, ασφάλιση, αλλά τη ριζική αλλαγή των λειτουργιών, των μεθόδων και του περιεχομένου τους, στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης και της απελευθέρωσης από τη δικτατορία της αστικής επιστήμης και ιδεολογίας.
Δεν καταγγέλλει απλώς το Σύμφωνο Σταθερότητας ή τις αποφάσεις της ΕΕ, αλλά προωθεί τώρα την ανάγκη για αντικαπιταλιστική αποδέσμευση με επαναστατικό τρόπο από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τη διάλυσή της ως άνοιγμα της διαδικασίας εξόδου από το καπιταλιστικό πλέγμα με διεθνιστικούς όρους.
Αρνείται την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, υπερασπίζεται κάθε ελευθερία, είτε είναι είτε δεν είναι καταγεγραμμένη στα αστικά συντάγματα, με κριτήριο και στόχο την πλήρη κοινωνική απελευθέρωση, και κυρίως καλεί του εκμεταλλευόμενους να παγιώνουν τα δικά τους ανεξάρτητα όργανα ελέγχου και άσκησης πολιτικής.
Δεν αναγνωρίζει σε κανένα μόρφωμα του αστικοποιημένου συνδικαλισμού (ΓΣΕΕ, Ομοσπονδίες, κ.λπ.) το δικαίωμα να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους και δε διεκδικεί καμία αναγνώριση μέσα σε αυτούς τους θεσμούς στήριξης και αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, οργανώνεται και παλεύει, με πραγματικά ανεξάρτητο τρόπο, με συνελεύσεις και διαδικασίες βάσης, με σωματεία συγκροτημένα σε αυτή την κατεύθυνση και επιτροπές βάσης, με πανεργατικό συντονισμό τους χωρίς γραφειοκρατικές ή «ταξικές» εκπροσωπήσεις.
Η εμφάνιση του πολύμορφου ρεύματος αμφισβήτησης-αναζήτησης και αγωνιστικής-ρηξιακής διάθεσης στη νεολαία, στους αγώνες του φοιτητικού κινήματος, στις μάχες του εργατικού κινήματος και με πιο συνολικό και εκρηκτικό τρόπο το Δεκέμβρη, θέτει νέους όρους στη συζήτηση και δράση μας. Για πρώτη ίσως φορά, έχουμε τη δυνατότητα να ανιχνεύσουμε συγκεκριμένους δρόμους και μορφές που σε ένα βαθμό η ίδια η δυναμική της ταξικής πάλης έχει αναδείξει ως πράξη ή συγκεκριμένη δυνατότητα. Να ξεφύγουμε από την αντιμετώπιση του μετώπου ως «πυξίδα», γενικό κριτήριο για τα επιμέρους, διακηρυκτικό και φυσιογνωμικό στοιχείο που δεν αποκτά υλική διάσταση. Να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι για τις μορφές στις οποίες η λογική του μπορεί να εμφανίζεται ως πραγματική κίνηση κόσμου, αναπτυσσόμενο περιεχόμενο πάλης, πλούτος μορφών εργατικής και νεολαιίστικης αντικαπιταλιστικής συνεύρεσης, διαπάλης ρευμάτων και τάσεων και κυρίως αντικαπιταλιστικής επαναστατικής απάντησης στο σήμερα.
Να αξιοποιήσουμε τη μεγάλη εμπειρία της ΕΑΑΚ, των εργατικών σχημάτων, της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης και της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων, της Κοινής Δράσης Αλληλεγγύης, της Νέας Βάρδιας, όλων των αντίστοιχων κοινωνικόπολιτικών πρωτοβουλιών. Κρίσιμες μορφές μπορεί να είναι οι εξής:
- Η μόνιμη συγκρότηση και λειτουργία μορφών έκφρασης και δράσης, των βαθύτερων ανατρεπτικών τάσεων του ίδιου του κινήματος, των «αντιθεσμών» των αγώνων. Όχι τόσο με τη μερικότητα και τις ασυνέχειες που εμφανίζονται σήμερα, όσο στη δυναμική τους, στο βαθμό δηλαδή που κατακτούν το ρόλο του χώρου παραγωγής πολιτικής και αντίληψης συνολικά για τη ζωή των «κάτω», που μονιμοποιούνται ως όργανο αντιπαράθεσης και ανερχόμενο αντίπαλο δέος στην κυρίαρχη πολιτική και τις πολιτικές δυνάμεις και τους θεσμούς που τη συγκροτούν, που τείνουν διαρκώς να μετασχηματίζονται σε κύτταρα επαναστατικής πολιτικής και πράξης όσο αναπτύσσεται η ριζοσπαστικοποίηση του νεολαιίστικου και εργατικού κινήματος και ιδιαίτερα των πιο βαθιών αντικαπιταλιστικών τάσεών του.
- Η πολύμορφη συνεύρεση του δυναμικού που αμφισβητεί, αναζητά, αγωνίζεται και συγκρούεται πολιτικά, ιδεολογικά και πρακτικά, όπως αναδείχθηκε το Δεκέμβρη. Με μορφές (εργατικές, νεολαιίστικες, και λαϊκές συνελεύσεις, κέντρα αγώνα κεντρικά και στις γειτονιές) που φέρνουν απευθείας σε επαφή νέους και παλιούς από διαφορετικά τμήματα της νέας και παλιάς εργατικής βάρδιας, και δυνητικά μπορούν να αποτελέσουν πεδία ενοποίησης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
- Οι κοινωνικοπολιτικές συσπειρώσεις στους χώρους, που παλεύουν στο κίνημα για την πιο αιχμηρή, μάχιμη και συνολική αντικαπιταλιστική-επαναστατική γραμμή σε κάθε ζήτημα, μάχη και πολιτική στιγμή. Οι μορφές κοινής συνάντησης, ανώτερου πολιτικού συντονισμού και βημάτων ενοποίησης των αριστερών αντικαπιταλιστικών σχημάτων και κινήσεων, μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνολικού επαναστατικού εργατικού και νεολαιίστικου ρεύματος, αποκτώντας πρόσβαση και δικτύωση στα πιο κρίσιμα τμήματα της εργασίας και ενώνοντάς τα με όρους Χάρτας αναγκών και δικαιωμάτων.
- Η πολύπλευρη συσπείρωση γύρω από πολιτικές πρωτοβουλίες και μέτωπα σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα των εργαζομένων και της νεολαίας σήμερα (π.χ. ελευθερίες, πόλη-περιβάλλον, πόλεμος, αλλά και πολιτισμός και ιδεολογική διαπάλη). Στο βαθμό που οι προσπάθειες αυτές συνδέονται με τη συνολική προσπάθεια για ένα αντικαπιταλιστικό επαναστατικό πολιτικό ρεύμα, κατακτούν συνολική εργατική κατεύθυνση, συνδέονται με τις μάχες σε παιδεία-εργασία, τείνουν να διαμορφώνουν ένα πλαίσιο συνολικής επαναστατικής συσπείρωσης για όλα τα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής πάλης.
Ένα πρώτο βήμα μπορεί να είναι μια πανελλαδική συνάντηση όλου αυτού του δυναμικού, των εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων και της εξέγερσης του Δεκέμβρη, της αντικαπιταλιστικής αναζήτησης και αμφισβήτησης, των νεολαιίστικων σχημάτων, των πρωτοβουλιών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Συνάντηση που φιλοδοξούμε να αποτελέσει ένα πρώτο κόμβο συμπύκνωσης αυτής της πολύπλευρης κοινωνικοπολιτικής πρωτοβουλίας αλλά και παραπέρα ανάπτυξης της ανοιχτής συζήτησης που πρέπει να προκληθεί. Που δεν θα επιδιώξει να «κλειδώσει» δυνάμεις, πλατφόρμες και εν τέλει τη συζήτηση, αλλά να καταλήξει σε ένα μάχιμο σχέδιο-διακήρυξη επαναστατικής απάντησης στην κρίση με όρους κινήματος και πολιτικών πρωτοβουλιών, με όρους συνέχειας και πολιτικής εμβάθυνσης του πλούτου των εμπειριών των νεολαιίστικων και εργατικών αγώνων και της φλόγας του Δεκέμβρη. Που θα επιχειρεί να κατοχυρώσει μια τέτοια διαδικασία συνεύρεσης και ενοποίησης με μόνιμο τρόπο.
4. ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
4.1 ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
Η κατάρρευση και ο εκφυλισμός του κομμουνιστικού κινήματος σε Ανατολή και Δύση ήταν αποτέλεσμα και έκφραση της κρίσης όχι μόνο της πολιτικής και της θεωρίας αλλά και του οργανωτικού μοντέλου του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Ήταν κρίση της αποξένωσης της εργατικής βάσης από τη δημιουργία θεωρίας και τη χάραξη πολιτικής, που οδηγούσε στον μεν «υπαρκτό σοσιαλισμό» σε πρωτοφανή αποπολιτικοποίηση και παθητικότητα, στη δε Ευρώπη σε κοινοβουλευτικοποίηση και μετατροπή της σε εκλογικό μηχανισμό. Ήταν κρίση των αστικών σχέσεων εκπροσώπησης και διοίκησης και της κατάργησης της δημοκρατίας, που επικράτησαν με όχημα τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό». Ήταν κρίση της αντίληψης της οργάνωσης ως αυτοσκοπού και της αναγόρευσής της σε αποκλειστικό κάτοχο της αλήθειας και της «επαναστατικής συνείδησης» της τάξης. Ήταν κρίση της εγκατάλειψης κάθε ζωντανής και ανήσυχης σχέσης με τη θεωρία και την ανάλυση της πραγματικότητας, και της υποταγής στο ένα και αδιαίρετο δόγμα. Ήταν κρίση της γραφειοκρατικής και ιεραρχικής πειθαρχίας και του αστικού καταμερισμού ανάμεσα σε διευθυντές και εκτελεστές, σε διανοητές και χειρώνακτες, σε «καθοδήγηση» και «βάση», και της αναγόρευσης σε αποκλειστικό κριτήριο της επαναστατικότητας και της εργατικότητας του κόμματος όχι της κίνησης της τάξης αλλά των διακηρύξεων και των θέσεων των οργάνων.
Όλες οι άλλες ιστορικές απαντήσεις που δόθηκαν στο πρόβλημα της οργάνωσης της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος ήταν επίσης απαντήσεις που δεν μπόρεσαν να υπερβούν τις αστικές αναπαραστάσεις και δεν ευνόησαν μια αυτοτελή επαναστατική συγκρότηση της εργατικής τάξης (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν).
Ο αναρχισμός δημιούργησε ένα μοντέλο άρνησης της μαζικής πολιτικής δράσης και του συνολικού πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης, εκφυλισμού της πολιτικής σε μορφές ατομικής τρομοκρατίας και κινηματικού κατακερματισμού, υποταγμένο τελικά στον αστικό ατομικισμό και στη μικροαστική εκτόνωση.
Ο ευρωκομμουνισμός απάντησε στην κρίση του τριτοδιεθνιστικού μοντέλου από τη σκοπιά της αστικής δημοκρατίας, της υπεράσπισης των τυπικών στοιχείων της αστικής αντιπροσώπευσης, και της κυριαρχίας της διανόησης πάνω στην πρωτοβουλία και τις δυνατότητες παραγωγής θεωρίας και πολιτικής της εργατικής τάξης.
Άλλες διασπάσεις του τριτοδιεθνιστικού ρεύματος, όπως δεν μπόρεσαν να υπερβούν τη θεωρία και την πολιτική του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, δεν μπόρεσαν να υπερβούν και το οργανωτικό του μοντέλο, το οποίο αναπαρήγαγαν πολλές φορές με ακόμη μεγαλύτερο δογματισμό και κατάπνιξη της εργατικής δημοκρατίας.
Η ιστορική κρίση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος και ευρύτερα του εργατικού υποκειμένου, σε συνδυασμό με τα νέα χαρακτηριστικά της εργασίας στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, θέτουν την ανάγκη για έναν επανακαθορισμό των εννοιών της «τάξης», του «επαναστατικού υποκειμένου», καθώς και της σχέσης τους. Σε αυτό που καθιερώθηκε ως «ορθόδοξος μαρξισμός» κυριάρχησε μια εξιδανικευμένη αναπαράσταση της «τάξης-επαναστατικό υποκείμενο». Σύμφωνα με αυτήν, η θεμελιωμένη, μονοδιάστατα, στην υλική παραγωγή συγκρότηση της εργατικής τάξης την «προικοδοτούσε» με μια ιδιαίτερη «ιστορική αποστολή», ανεξάρτητα από την συνειδητοποίησή της ή όχι. Η συνειδητοποίηση αυτής της αποστολής ήταν έργο της πολιτικής και ειδικά ενός κόμματος που θα εισάγει αυτή τη συνείδηση στην εργατική τάξη, ώστε να μετατραπεί από τάξη καθ’ εαυτή σε τάξη δι’ εαυτή.
Έτσι, η έννοια της τάξης-επαναστατικό υποκείμενο θεμελιώθηκε πάνω σε μια βαθιά διχοτόμηση αντικειμενικής πραγματικότητας και υποκειμενικής κατάστασης, οικονομίας και πολιτικής. Η τάξη είναι «οικονομική», το επαναστατικό υποκείμενο «πολιτικό» και η γέφυρα ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι το εργατικό (κομμουνιστικό) κόμμα. Πάνω σε αυτή τη διάσπαση αντικειμενικού – υποκειμενικού, οικονομίας – πολιτικής, θεμελιώθηκαν λογικές και πρακτικές που τελικά αναγνώριζαν στην εργατική τάξη την ικανότητά της να κάνει το πολύ-πολύ οικονομικό αγώνα (παρά το βαρύ φορτίο της ιστορικής της αποστολής), ενώ το πεδίο της πολιτικής παραχωρήθηκε σε μια ανώτερη βαθμίδα της ταξικής συνείδησης, το κόμμα (παρότι διακηρυγμένος στόχος του ήταν να γίνει η ίδια η τάξη υποκείμενο της πολιτικής).
Απέναντι σε αυτή τη «θεολογία» πρέπει να προβληματιστούμε ως προς το ότι:
- Η συγκρότηση της «τάξης» είναι αποτέλεσμα διαλεκτικής συνάρθρωσης οικονομικής θέσης, πολιτικής συνείδησης, αλλά και ευρύτερων βιωματικών και πολιτισμικών καθορισμών (πέρα από τη σφαίρα της οικονομίας).
- Η συγκρότηση αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται μέσα στην ίδια την πραγματική διαδικασία της ταξικής πάλης και μέσω της ζωντανής βιωμένης εμπειρίας αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση.
- Αυτό που αποκαλείται «ταυτότητα» της τάξης δεν είναι κάτι στάσιμο και διαρκές, αλλά υπόκειται σε διαρκή ιστορικό μετασχηματισμό μέσα στο πλέγμα όλων των συνθηκών της ζωής.
Υπάρχει, επομένως, ανάγκη για υπέρβαση της κλασικής αντίληψης της «πρωτοπορίας» (σε όλες τις παραλλαγές της: από την ορθόδοξη κομμουνιστική μέχρι την αναρχική). Η έννοια της πρωτοπορίας εδράζεται στην απόσπαση ενός τμήματος από την τάξη, στο οποίο αποδίδεται «ντε φάκτο» μια ιεραρχικά ανώτερη βαθμίδα συνείδησης και δράσης (έως και μια ολική κατοχή της αλήθειας). Εδράζεται, επίσης, στη μηχανιστική διάκριση «συνειδητού» και «αυθόρμητου». Και, τελικά, νοείται ως ο αποκλειστικός συνειδητός αντιπρόσωπος της τάξης.
Στην πραγματικότητα, ταξική και επαναστατική συνείδηση παράγει η ίδια η ταξική πάλη, το εργατικό κίνημα βάσης και χειραφέτησης, και τα μορφώματα της εργατικής επαναστατικής πολιτικής. Οι οργανώσεις της επαναστατικής πολιτικής δεν πρέπει να νοούνται ως a priori «πρωτοπορίες» (μεταφυσική αντίληψη), αλλά ως πολιτικοί φορείς που επιδιώκουν να συμβάλουν πρωτοπόρα στην ανάπτυξη και υλοποίηση της επαναστατικής πολιτικής. Το αν το πετυχαίνουν, μένει να αποδειχτεί στην ταξική πάλη, στο κίνημα, και στην ίδια την τάξη. Άλλωστε, «πρωτοπορίες» (με την έννοια μιας προωθημένης σκέψης και δράσης) υπάρχουν πολλές, ιδιαίτερα σε στιγμές όξυνσης της πάλης, όχι αναγκαστικά οργανωμένες, και πάντως πολύ ευρύτερες από τις αυτοαποκαλούμενες «πρωτοπορίες», και πολλές φορές «ανώτερες» από αυτές.
Οι φορείς της επαναστατικής πολιτικής δεν είναι «αντιπρόσωποι» της τάξης. Έτσι κι αλλιώς η αποκλειστική αντιπροσώπευση του συνόλου της τάξης ήταν πάντα μια ψευδαίσθηση. Πάντοτε η αντιπροσωπευτικότητα των εργατικών πολιτικών κομμάτων στηριζόταν σε ορισμένα τμήματα του «συλλογικού εργάτη»· άλλο ότι τα κόμματα ιδεολογικοποιούσαν και γενίκευαν αυτά τα χαρακτηριστικά ως καθολικά.
Το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο θα συγκροτείται ως συνάρθρωση του εργατικού κινήματος βάσης και χειραφέτησης, των αντικαπιταλιστικών κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων-πρωτοβουλιών, και των μορφωμάτων και οργανώσεων της εργατικής επαναστατικής πολιτικής. Με όργανα και μορφές εργατικής αντι-εξουσίας, οργάνωσης της αντικαπιταλιστικής πάλης, αλληλεγγύης και κοινότητας, αυτοδιεύθυνσης και άμεσης δημοκρατίας. Σε αυτά τα πλαίσια, η δημιουργική ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και η διαμόρφωση του «συλλογικού διανοούμενου» της κοινωνικής απελευθέρωσης μπορεί και πρέπει να είναι έργο όλων αυτών των στοιχείων του επαναστατικού υποκειμένου.
4.2 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ
ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
Η αυτονόμηση του κόμματος ως ανώτερη, μόνη έγκυρη και καθολική βαθμίδα της ταξικής συνείδησης, οδηγεί στην υποκατάσταση της τάξης-επαναστατικό υποκείμενο από το κόμμα-επαναστατικό υποκείμενο, έτσι η ίδια η τάξη μετατρέπεται από υποκείμενο σε αντικείμενο της πολιτικής.
Το κόμμα – εκπρόσωπος της τάξης, το κόμμα – πρωτοπορία, το κόμμα – συνείδηση της τάξης, το κόμμα – θεωρητικός της τάξης κ.λπ., που ανακηρύσσει με ένα μεταφυσικό τρόπο τη δική του όραση ως τη μόνη προνομιακή όραση για την ανάλυση και την καθοδήγηση της κοινωνικής εξέλιξης, εσωτερικεύει και παγιώνει εξουσιαστικές, ιεραρχικές και πειθαρχικές αρχές, κριτήρια και δομές (που προέρχονται από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας), οι οποίες ωθούν στην αντίληψη της επανάστασης ως κατάληψης της εξουσίας και στην «ολοκλήρωση» του κόμματος ως διεύθυνση-κρατική εξουσία, στο όνομα του ότι αποτελεί τον γνήσιο εκφραστή της τάξης.
Στον πυρήνα αυτής της αντίληψης βρίσκεται η θεώρηση ότι οι τάξεις εκπροσωπούνται από πολιτικά κόμματα και ότι πολιτική σημαίνει διαμεσολάβηση και εκπροσώπηση. Πρόκειται για μια λογική ομοιογενή προς την αστική κοινοβουλευτική λογική, η οποία αποδέχεται τη διάκριση κοινωνικού και πολιτικού της αστικής σκέψης και βλέπει τη συνάρθρωσή τους με τους όρους της εκπροσώπησης του κοινωνικού στη σφαίρα της πολιτικής.
Στον αντίποδα όλων αυτών, στο έδαφος της εργατικής επαναστατικής πολιτικής η επαναστατική οργάνωση δεν είναι αυτοσκοπός-εκπρόσωπος, αλλά μέσο-τμήμα συμβολής στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Καθορίζεται, πριν απ' όλα, από τον απελευθερωτικό ορίζοντα στον οποίο θέλει να συμβάλει.
Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η δομή της και η λειτουργία της πρέπει να αποπνέει έναν τολμηρό συνολικό απελευθερωτικό πολιτισμό, να δίνει «δείγματα γραφής» για τις κομμουνιστικές λύσεις που επαγγέλλεται, και να διαμορφώνει μια «νέου τύπου» κοινότητα επαναστατών, στον αντίποδα τόσο του αστικού ατομικισμού όσο και της αστικής συλλογικότητας της παραγωγικής πειθαρχίας και διοικητικής ιεραρχίας.
Η τοποθέτηση στο κέντρο της κοινωνικής διαδικασίας της ελεύθερης κοινωνικής ατομικότητας, της αυτοανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας, της ελεύθερης και συνειδητής δημιουργίας, της κοινότητας των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, που είναι το βασικό περιεχόμενο της κομμουνιστικής κοινωνίας, πρέπει να είναι από σήμερα και για σήμερα οδηγός και μέτρο των χαρακτηριστικών της επαναστατικής οργάνωσης.
Οι βαθιά απελευθερωτικοί στόχοι της υπέρβασης του διαχωρισμού θεωρίας-πράξης, διεύθυνσης-εκτέλεσης, της κατάργησης του κράτους και του κοινωνικού καταμερισμού και τελικά της κατάργησης της αποξενωτικής σφαίρας της πολιτικής ως ξεχωριστού τομέα της κοινωνικής δράσης, πρέπει να είναι παρόντες σαν τάσεις από σήμερα στην οργανωτική δομή και λειτουργία.
Με αυτή την έννοια το βασικό και κυρίαρχο χαρακτηριστικό ενός νέου επαναστατικού οργανωτικού μοντέλου πρέπει να είναι η ανάπτυξη της εργατικής δημοκρατίας, ως καθοριστικού κριτηρίου για το χαρακτήρα και την κατεύθυνση της οργάνωσης, ως «μικρογραφίας» της νέας θέσης του εργαζόμενου ανθρώπου που επιδιώκουμε να διαμορφώσουμε σε συνολικό κοινωνικό επίπεδο με τη δράση μας.
Αυτό σημαίνει μια δομή και λειτουργία που εγκαθιδρύει και αναπτύσσει τον καθοριστικό ρόλο της συλλογικότητας, τον ουσιαστικά και όχι τυπικά αποφασιστικό ρόλο του μέλους και των οργανώσεων με μορφές άμεσης δημοκρατίας, την αναγνώριση ως ουσιαστικού κριτηρίου για την πορεία της οργάνωσης της γνώμης των πρωτοπόρων τμημάτων της τάξης. Σημαίνει ακόμη την εξασφάλιση όλων των όρων για ισότιμη συμμετοχή όλων των μελών στη θεωρητική και πολιτική παραγωγή, με κέντρο βάρους τις συλλογικές προσπάθειες οργανώσεων και ομάδων και όχι τις «ατομικές εμπνεύσεις» των μονάδων.
Την ανάπτυξη της πιο πλατιάς δημοκρατικής συζήτησης στο εσωτερικό της οργάνωσης και της ανοιχτής διαπάλης αρχών, την ελεύθερη διαμόρφωση και παρέμβαση τάσεων. Οριζόντια, χωρίς φραγμούς, στεγανά και «φίλτρα» επικοινωνία, πληροφόρηση και ανταλλαγή γνωμών σε όλη την οργάνωση. Σημαίνει δομή συμβουλιακού-σοβιετικού τύπου, με όργανα αποτελούμενα από ανακλητούς και κυκλικά εναλλασσόμενους αντιπροσώπους των οργανώσεων, με κατάργηση κάθε ιεραρχικής, στελεχικής, καθοδηγητικής βαθμίδας. Συνέδρια-σώματα ολομελειακά. Όλες οι αποφάσεις στις ΟΒ και στα ολομελειακά συνέδρια-σώματα.
Με βάση όλα τα παραπάνω αντιμετωπίζουμε και τα προβλήματα στη λειτουργία του ΝΑΡ. Η αδυναμία να γίνουν αποφασιστικά βήματα στη συζήτηση και πρακτική για την υπέρβαση των κομματικών μοντέλων του παρελθόντος οδήγησε στην αναπαραγωγή με άλλους όρους μιας κάθετης ιεραρχικής δομής (στην οποία στην πράξη τα μόνα πολιτικά σώματα ήταν τα γραφεία), στην απουσία των οργανώσεων βάσης από την ουσιαστική συζήτηση και απόφαση ακόμα και για ζητήματα τακτικής, στο διορισμό και όχι την εκλογή της συντακτικής επιτροπής του ΠΡΙΝ και στην αυτονόμησή του από τη συλλογική δράση και απόφαση της οργάνωσης , στη δημιουργία οργάνων αιρετών από τα συνέδρια αλλά ποτέ ανακλητών από τις οργανώσεις, αποτελούμενων για δεκαετίες από τα ίδια μέλη χωρίς εναλλαγή.
Όπως γινόταν και στο παρελθόν αυτά τα χαρακτηριστικά επηρέασαν καθοριστικά και το χαρακτήρα της συλλογικής συζήτησης: Η αντιμετώπιση των διαφωνιών με την τακτοποίηση των φράσεων στα κείμενα (τα οποία στη συνέχεια έμεναν κενό γράμμα) και ο εγκλωβισμός της πολιτικής συζήτησης στα όργανα απομάκρυναν την οργάνωση από τα κρίσιμα θεωρητικά, πολιτικά και κινηματικά επίδικα της περιόδου και οδήγησαν στα εκφυλιστικά φαινόμενα που ζούμε τους τελευταίους μήνες: η πρωτοφανής μετατροπή οργάνων του ΝΑΡ σε όργανα καταγγελίας από την «πλειοψηφία» διαφορετικών απόψεων και των σφων που τις εκφράζουν, η ανάδειξη, αναπαραγωγή και ενίσχυση πρακτικών εσωκομματικής αντιπαράθεσης που δεν έχουν σχέση με την αριστερά και το μαζικό κίνημα, η ταύτιση της οργάνωσης αποκλειστικά με την κάθε φορά πλειοψηφούσα άποψη και η αποκήρυξη κάθε άλλης ως αντιπαραθετική στο «κόμμα», η επιστροφή της επίκλησης του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και του ελέγχου της έκφρασης των διαφορετικών απόψεων στην οργάνωση και στο ΠΡΙΝ, είναι μόνο πλευρές μια συνολικής πολιτικό-οργανωτικής κατάστασης που όχι μόνο δεν αξιοποίησε τη συζήτηση, τον προβληματισμό και τις κινηματικές εμπειρίες της περιόδου αλλά οδήγησε στην αντιμετώπισή τους με όρους αποκλειστικά εσωκομματικής πάλης.
Σήμερα, μπροστά στα ερωτήματα και τις μάχες της περιόδου είναι αναγκαία η συμβολή σε μια ριζική τομή στο οργανωτικό μοντέλο του ίδιου του ΝΑΡ, που θα θέτει στο κέντρο του, στην πράξη και όχι απλά στις διακηρύξεις, την εργατική δημοκρατία, και άρα τις οργανώσεις βάσης και τον αποφασιστικό τους ρόλο, την άμεση αντιπροσώπευσή τους στα όργανα με αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους, τις ολομελειακές διαδικασίες απόφασης όλης της οργάνωσης για όλα τα κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής γραμμής και παρέμβασης, την ελεύθερη ισότιμη δημόσια συζήτηση των απόψεων και των πρακτικών που τις υποστηρίζουν.
Δεν αποτελεί πρακτική εργατικής δημοκρατίας μια «συνεδριακή» συζήτηση κάθε δύο ή τρία χρόνια, όπου μόνο τότε έχει τη δυνατότητα τοποθέτησης το σύνολο των μελών της οργάνωσης. Αυτό θυμίζει αστικού τύπου εκλογές, όπου μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια έχεις υποτίθεται το δικαίωμα να πάρεις θέση για όλα. Αντίθετα, η εργατική δημοκρατία επιδιώκει να μπαίνουν στον άμεσο σχεδιασμό και στην εξωστρεφή παρέμβαση τα συνολικά στρατηγικά ζητήματα, να αποτελούν μέρος της ατζέντας της καθημερινής παρέμβασης. Να υπερβαίνεται η διάσπαση τακτικής-στρατηγικής, «ζητημάτων άμεσης απάντησης-θεμάτων στρατηγικής αναφοράς». Η εργατική δημοκρατία απαιτεί να λειτουργεί η οργάνωση με ελεύθερο, καθημερινό, δημόσιο διάλογο για όλα τα ζητήματα «τακτικής» και «στρατηγικής», και επομένως να διαμορφώνονται άλλοι όροι και για τις συνεδριακές διαδικασίες της.
Είναι, επίσης, ζητούμενο η διαμόρφωση μιας πλούσιας εσωτερικής οργανωτικής ζωής που θα τείνει να δημιουργεί έναν νέο κοινό απελευθερωτικό πολιτισμό και ευρύτερα αξιακά, θεωρητικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά «κοινότητας», με συντροφική αλληλεγγύη και αλληλοστήριξη. Που θα διαμορφώνει ένα χώρο ισότιμης συμβολής του καθενός στην ανάπτυξη των επαναστατικών ιδεών και πρακτικών. Που θα κατοχυρώνει την πλήρη ανεξαρτησία από το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του. Που θα αναπτύσσει μόνιμους πολιτικούς δεσμούς αλληλεπίδρασης με τον κόσμο του αγώνα και της αντικαπιταλιστικής αναζήτησης, πρακτικής και δημιουργίας.
Δεν υπάρχει, πάντως, κανένα οργανωτικό σχήμα ή σύνολο «κανόνων» που να αποκλείει εξ ορισμού τις τάσεις γραφειοκρατικοποίησης και αυταρχισμού που εμπεριέχονται σε κάθε οργανωτικό σχήμα. Οι μόνες «δικλείδες ασφαλείας» είναι το βάθος και η έκταση της εργατικής δημοκρατίας και οι ζωντανοί δεσμοί με την τάξη και την κίνησή της. Η προσπάθεια να εξασφαλίζονται αυτές οι πολιτικές «δικλείδες ασφαλείας» μέσα σε μια ταξική αντιπαράθεση που η σκληρότητά της επιβάλλει πολλές φορές μια πιο «συρρικνωμένη» λειτουργία της εργατικής δημοκρατίας είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Την ίδια στιγμή, είναι και ένας ουσιαστικός «δείκτης» της ωριμότητας των επαναστατών και της ακλόνητης θέλησής τους να μην θυσιάσουν το σκοπό στο μέσο, αλλά να υποτάσσουν πάντα το μέσο στο σκοπό και στο κοινωνικό περιεχόμενο της απελευθερωτικής προσπάθειας.
Σύντροφοι από
ΟΒ Σπουδάζουσας νΚΑ Θεσσαλονίκης
ΟΒ Σπουδάζουσας νΚΑ Αθήνας
ΟΒ Σπουδάζουσας νΚΑ Πάτρας
ΟΒ Εργαζομένων νΚΑ Θεσσαλονίκης
ΟΒ Εργαζομένων νΚΑ Πάτρας
ΟΒ Εργαζομένων νΚΑ Αθήνας
ΟΒ ΝΑΡ Δυτικών προαστίων Αθήνας
ΟΒ ΝΑΡ Θεσσαλονίκης
ΟΒ ΝΑΡ Βορείων προαστίων Αθήνας
ΟΒ ΝΑΡ ΜΜΕ-Πολιτισμού Αθήνας
ΟΒ ΝΑΡ Τραπεζών-ΔΕΚΟ
ΟΒ ΝΑΡ Δικαιοσύνης
ΟΒ ΝΑΡ Ξανθης
ΟΒ ΝΑΡ Ευβοιας
ΝΑΡ Ευρώπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου